Τετραπλή περίπτωση διαδρομών η «Ρίκι και το Ροκ», αφού ο Τζόναθαν Ντέμι, η Μέριλ Στριπ, ο Κέβιν Κλάιν και η Ντιάμπλο Κόντι (που υπογράφει το σενάριο της ταινίας), είναι αυτομάτως τέσσερις καλοί λόγοι για να τη δει κανείς. Είναι όμως αρκετοί; Και αν ναι, που βρίσκεται ο κίνδυνος απόσπασης προσοχής του στησίματος;
Η Μέριλ Στριπ συναντά δυο άντρες που μαζί είχαν συνυπάρξει στο παρελθόν σε πλατό και μια γυναίκα που συνυπάρχουν μαζί εδώ και περίπου μια 35ετία. Ήταν 1982 όταν Στριπ και Κλάιν συνεργάστηκαν στην δακρύβρεχτη «Εκλογή της Σόφι» που της χάρισε και το δεύτερο Όσκαρ της καριέρας της. Με τον Ντέμι θα βρεθούν το 2004, σε μια πιο σύγχρονη ανάγνωση του «Ανθρώπου από την Μαντζουρία» από τη δεκαετία του 1960 και τον οποίο είχε αναδείξει τότε ο Τζον Φρανκεχάιμερ. Η γυναίκα της υπόθεσης -και εδώ έγκειται και το έτερο ενδιαφέρον κομμάτι της ταινίας είναι η Μάμι Γκάμερ, κόρη της Μέριλ Στριπ, που ακολουθεί δειλά τα βήματα καριέρας της μαμάς της.
Σε ένα τέτοιο ονομαστικό πλαίσιο, η Ντιάμπλο Κόντι, βραβευμένη -και μετανοημένη πρώην στριπερ- με Όσκαρ για το πρώτο της σενάριο στο «Juno» του Τζέισον Ράιτμαν, υπογράφει ένα συντηρητικό για τα δικά της δεδομένα σενάριο, αν αναλογιστεί κανείς και το παρεξηγημένο -όχι μόνο στην Ελλάδα- «Young Adult» με μια αγνώριστη Σαρλίζ Θέρον στο ρόλο μιας αλκοολικής ερωτευμένης γυναίκας.
Η ταινία τοποθετείται στο σήμερα, μεταξύ Ιντιανάπολις και Λος Άντζελες, όπου η Ρίκι, μια αμετανόητη ροκ φιγούρα προσπαθεί να ισορροπήσει στη δημόσια εικόνα της, και σε εκείνη που άφησε πίσω της όταν εγκατέλειψε την οικογένειά της, δεκαετίες πίσω για να ακολουθήσει το μουσικό της όνειρο.
Σε αυτή την εγκαταλελειμμένη οικογένεια, με έναν σύζυγο που έχει ξαναπαντρευτεί και τρία παιδιά που μοιάζουν να της έχουν γυρίσει την πλάτη, η Ρίκι θα επιστρέψει όταν η κόρη της πάρει διαζύγιο μετά από τον μικρής διάρκειας γάμο της.
Με απόλυτη συγκατάβαση και με μια εν δυνάμει πατριωτική διάθεση έτοιμη να δώσει εξηγήσεις για το καθετί στην ταινία, η Κόντι παραδίδει ένα σενάριο προβλέψιμο, ήρεμο, με συνεπείς κωμικές εξάρσεις, που δεν βασίζονται στο φαίνεσθαι, αλλά λειτουργούν μέσα από τους διαλόγους.
Αυτό εν μέρει είναι ένα κομμάτι που κατάφερε να σωθεί από την ταινία, το οποίο με μαθηματική ακρίβεια προχωρά σε ένα ωφέλιμο για τους ήρωες φινάλε, τόσο που καταντά ανακουφιστικό για τους θεατές. Είναι η περίπτωση εκείνων των ταινιών, όπου διαφαίνεται το επόμενο σεναριακό τρικ.
Ο Τζόναθαν Ντέμι από την άλλη, ο βιρτουόζος σκηνοθέτης της «Σιωπής των Αμνών» που το 1991 κατάφερε να γίνει ο δεύτερος σκηνοθέτης -μετά τον Μίλος Φόρμαν με τη «Φωλιά του Κούκου»- στην ιστορία της Αμερικανικής Ακαδημίας που θα κερδίσει τα 5 βασικά βραβεία Όσκαρ -ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου και Α' ρόλων- είδε την καριέρα του να αναλώνεται σε προβλέψιμες επιλογές μέσα στα 90s, με μοναδική ίσως εξαίρεση το «Η Ρέιτσελ Παντρεύεται», ένα οικογενειακό δράμα που χάρισε την πρώτη Οσκαρική υποψηφιότητα στην Αν Χάθαγουεϊ.
Εδώ επιστρέφει με εντελώς διεκπεραιωτικό ρόλο. Στέκεται με σεβασμό απέναντι στο σενάριο, το υπηρετεί κατά γράμμα, αρέσκεται -και το γνωρίζει, καθώς αυτό φαίνεται- να ασχολείται με την μουσική μέσα από τις ταινίες του και καταφέρνει να ελιχθεί και να παραδώσει ένα συνετό αποτέλεσμα.
Η τριπλή περίπτωση των ερμηνειών, μιλώντας πάντα για την Στριπ, τον Κλάιν και την Μάμι Γκάμερ, λειτουργεί με πολύ καλό μηχανικό τρόπο. Η Στριπ γνωρίζει και εδώ τον τρόπο να πάρει την ταινία στους ώμους της. Μαθαίνοντας να τραγουδά και να κινείται σαν ροκ τραγουδίστρια που βλέπει τα χρόνια να περνούν, δεν σε πείθει ακριβώς, μα σε κάνει κοινωνό μιας αξιοσέβαστης προσπάθειας, γιατί έχει καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη σου αλλού. Αυτό το «αλλού» είναι που εκμεταλλεύεται η Στριπ για να κάνει τέτοιου είδους ταινίες, διαθέτοντας τα (απαραίτητα) κότσια για να το κάνει.
Ο Κλάιν από την άλλη, ένας σχεδόν ουδέτερος πατέρας που μετατοπίζει τις ευθύνες της δικής του ζωής και τις απλώνει στα μέλη της οικογένειάς του δίνει στην ταινία το βάρος ενός πρωταγωνιστικού ζευγαριού που πείθει πως «έχει χωρίσει, μα ακόμα όχι». Είναι όμως μάταιο να κρίνεις την ερμηνευτική δεινότητα ενός Κέβιν Κλάιν, από κομμάτια της σεναριακής δομής, γιατί εδώ όντως κουμπώνει με το σκηνικό του Ντέμι.
Η Γκάμερ, διαθέτοντας τα κότσια να «τα βάλει» με τη μαμά Στριπ, στέκεται δυναμικά απέναντι στον ερμηνευτικό τυφώνα των «γονιών» και καταφέρνει να τους κλέψει και την κάμερα σε δυο κομβικές στιγμές, φανερώνοντας θάρρος να στήσει την δική της καριέρα πατώντας σε αρκετά ήσυχα μονοπάτια.
Όχι όσο δυναμικά ηλεκτρισμένο θα περίμενε κανείς, μα εύκολο στην ανάγνωση, η «Ρίκι και το Ροκ» είναι μια ταινία ευγενική. Από την αρχή μέχρι το φινάλε του. Και αυτό ειναι κάτι που δεν συναντάται συχνά.