Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Στάνλεϊ Τούτσι, ο οποίος εδώ υπογράφει και το σενάριο, επιχειρεί να σκιαγραφήσει με αδρές γραμμές την πολύπλοκη προσωπικότητα αλλά και το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του Ελβετού (με ιταλικές ρίζες) γλύπτη και ζωγράφου Αλμπέρτο Τζιακομέτι, λίγα μόλις χρόνια πριν από το θάνατό του, στο Παρίσι του 1964. Η πλοκή εξελίσσεται γύρω από τον ίδιο και το (όπως αποδείχτηκε) «τελευταίο θύμα του», τον Τζέιμς Λόρντ, έναν Αμερικάνο κριτικό και μεγάλο θαυμαστή του, το πορτρέτο του οποίου ξεκινά να σχεδιάσει αλλά αδυνατεί να ολοκληρώσει.
Το σενάριο βασισμένο στα απομνημονεύματα του ίδιου του Λόρντ, εντοπίζει στα κωμικοτραγικά ξεσπάσματα του κεντρικού του χαρακτήρα μια ενδιαφέρουσα (αν και στερεοτυπική πια) ισορροπία ανάμεσα στη δημιουργικότητα και την καλλιτεχνική ανεπάρκεια, την αυτοκαταστροφική συμπεριφορά και το αστείρευτο ταλέντο ενός δημιουργού που έπλαθε ανθρωπόμορφες φιγούρες στις οποίες τελικά θεωρούσε ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να δώσει το τελικό άγγιγμα, γιατί άλλωστε «ένα έργο έχει αρχή αλλά δεν έχει ποτέ τέλος». Ο Τούτσι συνθέτει εικόνες με τον καλλιτέχνη επί το έργον, αφήνοντας την κάμερα να περιπλανηθεί στο ακατάστατο ατελιέ γεμάτο αριστουργήματα, περιφρονημένα κυρίως από τον ίδιο τον δημιουργό τους, καθώς οι λίγες ώρες οι οποίες θα χρειαζόντουσαν για την ολοκλήρωση του πορτρέτου μετατρέπονται σε μέρες και αυτές σε βδομάδες, οδηγώντας σε απόγνωση τόσο τον ζωγράφο, όσο και το μοντέλο του.
Το δομικό πρόβλημα ωστόσο του συγκεκριμένου φιλμ εντοπίζεται κατά κύριο λόγο στη σεναριακή του αδυναμία, παρότι οι πρωταγωνιστές του κάνουν ό,τι μπορούν για να διατηρήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον. Σταδιακά το όποιο χιούμορ μοιάζει να εξατμίζεται, οι παράλληλες πλοκές (ιδίως αυτή της εμμονής του Τζιακομέτι με μια νεαρή πόρνη, ερμηνευμένη με επιτηδευμένη ελαφρότητα από την Ποεζί) δεν μπορούν να προσδώσουν την απαραίτητη πνοή στην ασύμμετρη πλοκή και η υποτιθέμενη ανίχνευση της ταλαιπωρημένης ψυχολογικής και καλλιτεχνικής ταυτότητας του κεντρικού χαρακτήρα μοιάζει τελικά να κρατά παράδοξα αποστάσεις από το αντικείμενο μελέτης της, παρουσιάζοντας μια προσωπικότητα στα όρια της καρικατούρας που επαναλαμβάνει την ανικανοποίητη στάση της και την αβεβαιότητα απέναντι σε οτιδήποτε δημιουργεί μέσω συνεχόμενων εκρήξεων θυμού, άσκοπων περιπάτων στα τοπικά νεκροταφεία και καταστροφικής κατανάλωσης αλκοόλ και τσιγάρων.
Μέσα σε όλα αυτά, τελείως ανούσια μοιάζει και η μονταρισμένη σεκάνς της βόλτας με το αυτοκίνητο που φαίνεται να αποτίει φόρο τιμής στη γαλλική nouvelle vauge που ως ρεύμα κυριαρχούσε στην κινηματογραφική σκηνή του Παρισιού περίπου εκείνη την εποχή.
Συμπεραίνοντας, παρότι οι προθέσεις για τη δημιουργία μιας αντισυμβατικής biopic που εστιάζει περισσότερο στο συναισθηματικό αντίκτυπο της τέχνης στην ιδιοσυγκρασία αυτού που την υπηρετεί μοιάζουν αγνές, το συνολικό κινηματογραφικό αποτύπωμα που αφήνει αυτή η -εν μέρει- αληθινή ιστορία μοιάζει ρηχό, σχεδόν ανεπαίσθητο, καταφέρνοντας να ξεμείνει στο τέλος από ιδέες και συναισθήματα. Και δυστυχώς όχι υπερβολικά και αβάσιμα (όπως διαρκώς μουρμουρίζει ο πρωταγωνιστής της), αλλά στ’ αλήθεια.