Να πω εξαρχής κάτι που αποτελεί πάγια θέση μου πως η βαθμολογία σε μια ταινία, η ποσοτικοποίηση μιας άποψης επί μιας ποιότητας, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Είναι μια λανθασμένη συνθήκη.
Εν συνεχεία καλό είναι να αναφερθεί πως μια βαθμολογία για άλλους, τους επαΐοντες, σημαίνει πως έβαλαν σε αστέρια την αντικειμενική θέση μιας ταινίας και για άλλους, στους οποίους ανήκω, πως αντικατοπτρίζει πόσο τους άρεσε μια ταινία. Η διαφορά είναι θεμελιώδης. Δουλειά ωστόσο και των πρώτων και των δεύτερων είναι να τεκμηριώσουν τη θέση τους.
Το πρόβλημά μου με το weird wave, αν μπορεί να τεθεί ως πρόβλημα, είναι το ίδιο που έχω με κάθε ρεύμα όταν αισθάνομαι πως έχει εξαντλήσει του λόγους που συστάθηκε. Το weird wave, ως ουσιαστική πολιτισμική συνεισφορά στο διεθνές κινηματογραφικό στερέωμα που αναμφίβολα είναι (και για την οποία θα πρέπει να τιμηθεί – κι έχει ήδη τιμηθεί ποικιλοτρόπως – ο Ευθύμης Φιλίππου), φαίνεται να γεννήθηκε από τα παραπροϊόντα των ζυμώσεων της μεταπολεμικής, της μεταπολιτευτικής αλλά και της, σημερινά, εν κρίσει Ελλάδας. Το weird, στα μάτια μου, είναι η αλλόκοτη, μασκαρεμένα σοβαρότατη, «κουφή» απάντηση σε μια σειρά ζητημάτων (η οικογένεια, το ζευγάρι, τα φύλα, η σχέση με το παρελθόν, το κεφάλι μας) που υπό συνθήκες πίεσης (και πάντα με τα μυαλά που κουβαλάμε ως ράτσα) έχουν εξελιχθεί σε παθογένειες διαφόρων βαθμών. Έτσι, απλά.
Επίσης, καθώς δεν υπάρχει δεκάρα τσακιστή ενώ (μια κάποια) κινηματογραφική παιδεία έχει αρχίσει να υφίσταται (σε μια ούτως ή άλλως καθυστερημένη χώρα που έβλεπε βλακείες όταν άλλοι έκαναν κατά συρροήν αριστουργήματα), το weird wave πήρε αυτόματα υπό την αιγίδα του ανθρώπους που θα ήταν ικανοί να γυρίσουν ταινίες με ελάχιστα μέσα.
Εν κατακλείδι, κι όσο πιο συνοπτικά μπορώ, το ρεύμα αυτό είναι ένας συνδυασμός πολυδιάστατης εθνικής κρίσης, υπαρξιακής αντίδρασης και οικονομικής φτώχειας. Ο Ευθύμης Φιλίππου με τις συλλήψεις, τις υπογραφές και τα βραβεία παντού, είναι ο εγκέφαλος αυτής της ιστορίας και σε πολλές περιπτώσεις εκείνος που υπαγορεύει, με τον τρόπο της γραφής, και την σκηνοθέτηση των ιστοριών του.
Το πρόβλημά μου, για να επανέλθω, είναι πως, κατά την αίσθησή μου, τα πράγματα ειπώθηκαν, ευθαρσώς, επιτυχώς και επανειλημμένως. Η ιστορία ενός ανθρώπου που επιζητά, βαθμιαία εμμονικά, τον οίκτο των άλλων είναι φυσικά εύστοχη (πόσους δεν έχουμε συναντήσει παρόμοιους, καμουφλαρισμένους, εγωπαθείς;) αλλά μοιάζει, ειδικά μετά την έκρηξη «Ελαφιού» και «Αστακού» σαν πισωγύρισμα, σαν ένα χιτσκοκικό run for cover σ’ αυτά που παίζουμε στα δάχτυλα. Ταυτόχρονα, εκθέτει μια ας την πω «οριζόντια» μελέτη ενός φαινομένου, καθώς οι απαρέγκλιτες παράμετροι του ρεύματος επιβάλλουν «το δικό τους», δηλαδή την αντίθεσή τους στο κλασσικό αφηγηματικό δράμα, που μοιάζει να απαγορεύει την ανατομία ενός ψυχογραφήματος. Από την άλλη, παραδέχομαι, πως αν ο φορμαλισμός του ρεύματος δεν ήταν τόσο άτεγκτος, θα ρωτούσε η κριτική κι ο κόσμος, εύλογα, και γιατί να μην επιστρέψουμε στον Μπέργκμαν; Που φεύγει από την αναμέτρηση και την περιγραφή πηγαίνοντας στην ανατομία καθαυτή; (Άλλωστε αυτή είναι και η χαώδης διαφορά εποχών: Άλλοτε δεν μπορούσε να δείξεις και αποτολμούσες τα πιο επικίνδυνα με κέντρο το ανθρώπινο εφφέ. Σήμερα μπορείς να δείξεις τα πάντα και οι άνθρωποι έχουν ξαναγίνει ταμπού. Άλλη κουβέντα.)
Το θέμα λοιπόν με τον «Οίκτο» είναι σεναριακό. Στον αντίποδα, η σκηνοθεσία του Μακρίδη, είναι εντυπωσιακή. Λες και για να δοθεί έμφαση στην οψιμότητα της φάσης που βρίσκεται το weird wave, η σκηνοθεσία έχει μια πλαστική ακρίβεια, μια κατακτημένη λιτότητα του σταθερού πλάνου, μια σαφήνεια στις τοποθετήσεις της, που είναι λες και αποκρυσταλλώνει τα πάντα σαν ένα εγχειρίδιο (με διπλή έννοια) του περί τίνος πρόκειται. Πρόσθετα, διαθέτει μια εμπνευσμένη σεκάνς (αυτή που ο ήρωας μαθαίνει για την εξέλιξη της υγείας της συζύγου του) που σε αφήνει ευφορικά εμβρόντητο για την συναίσθηση της στην σχέση του κοινού με την διαδικασία της παρακολούθησης και τους χαρακτήρες στο πανί.
Συναρπαστική σκηνοθετικά και ερμηνευτικά (ο Δρακόπουλος βρίσκει μια μονοτονική τελειότητα και είναι άψογος αρωγός σε αυτό) είναι και η θέση ισορροπίας που βρίσκει το έργο ανάμεσα στο χιούμορ και την απόλυτη, σχεδόν ψυχολογιστική (sic) σοβαρότητα. Από θέσεως είναι δύσκολο να φέρω παραδείγματα χωρίς να αποκαλύψω στοιχεία της πλοκής, αλλά σκηνές όπως αυτή που μιλά ο ήρως με τον πατέρα του λέγοντάς του πως ασπρίσαν τα μαλλιά του, η σκηνή της απαίτησης του κέικ, η σκηνή με τον σκύλο στη θάλασσα, οι μεσότιτλοι, η προαναφερθείσα σκηνή στο νοσοκομείο και πολλές ακόμα, αποδεικνύουν μια δεξιοτεχνική άσκηση του τόνου της ταινίας που συναντάς πολύ σπάνια στο ελληνικό σινεμά και δη τόσο νέου δημιουργού.
Καταληκτικά, εύχομαι ο «Οίκτος» να είναι μια ταινία που θα ειδωθεί, υπάρχει δουλειά και αρετές που πρέπει να τιμηθούν, όπως εύχομαι και να είναι η, σχετικά, ευτυχής κατακλείδα του σινεμά που αντιπροσωπεύει. Είναι καιρός η (όποια) σοφία του weird να μπολιάσει κάτι επόμενο.