Γυρίζονται λιγότερες ταινίες τρόμου στο βικτωριανό Λονδίνο από όσες θα έπρεπε. Ο υπερπληθυσμός, η απουσία υγιεινής, οι κοινωνικές ανισότητες, οι «ύποπτες» συναλλαγές, τα νοτισμένα πλακόστρωτα, η λάσπη και μια ομίχλη συχνά τόσο πυκνή που αναγκάζει τους ανθρώπους να κρατούν φανούς μέρα μεσημέρι για να κυκλοφορήσουν, όλα τους συνθέτουν ένα περιβάλλον ταιριαστό για να θεριέψει το κινηματογραφικό Κακό. Ποιός ξέρει, ίσως οι οικονομικές απαιτήσεις μιας τέτοιας παραγωγής αποτρέπουν περισσότερα σχετικά εγχειρήματα, το σινεμά τρόμου είναι συνήθως καμωμένο με φτηνά υλικά. Έχουμε το «Δρ.Τζέκιλ και Mίστερ Χάιντ» του Ρούμπεν Μαμούλιαν και τις κατά καιρούς παραλλαγές του, έχουμε τον τηλεοπτικό «Τζάκ τον Αντεροβγάλτη» με τον Μάικλ Κέιν, το «From Hell» των αδερφών Χιουζ, στο οποίο έχω αδυναμία μεγάλη παρά τις αδυναμίες του, άντε και το «Sweeny Todd» του Τιμ Μπάρτον, σπουδαία ταινία μεν, η οποία όμως εντάσσεται στην κατηγορία μόνο έπειτα από μια διασταλτική θεώρηση του είδους του τρόμου. Φοβάμαι πως οι άξιοι αναφοράς τίτλοι τελειώνουν κάπου εδώ.
Το «Hμερολόγιο Φόνων» – «Τhe Limehouse Golem» ο υπέροχος αγγλικός τίτλος- έρχεται φιλοδοξώντας να ξεγελάσει λίγο την δίψα μας για βικτωριανό τρόμο. Στο φιλμ ένας επιθεωρητής της Σκότλαντ Γιαρντ καλείται να ξεδιαλύνει δύο υποθέσεις, από την μία εκείνη μιας νεαρής πρώην σταρ του καμπαρέ που κατηγορείται για την δολοφονία του συζύγου της, από την άλλη μια σειρά αποτρόπαιων ανθρωποκτονιών, όλες τους έργο ενός μεθοδικού serial-killer. Τα κοστούμια, οι τοποθεσίες γυρισμάτων, τα props συντείνουν σε μια αποτελεσματική αναπαράσταση της εποχής, από αυτή την σκοπιά χαίρεσαι να το βλέπεις το «Ημερολόγιο Φόνων».
Το πρόβλημα είναι πως ο σκηνοθέτης του Χουάν Κάρλος Μεντίνα μοιάζει αναποφάσιστος ως προς τί ταινία θέλει να κάνει. Έχει στο μυαλό του μια ανατρεπτική πραγματεία πάνω στις προκαταλήψεις κατά τα πρότυπα του «Homicide» του Ντέιβιντ Μάμετ; Θέλει να διανύσει την απόσταση ανάμεσα στο γεγονός και στην (καλλιτεχνική) αναπαράσταση του; Προσπαθεί να αναδείξει την βία ως δομικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης; Όλες αυτές οι ιδέες υπάρχουν, δεν εστιάζει όμως σε καμία, δεν αναπτύσσονται ποτέ, υπερισχύει το στοιχείο του αστυνομικού μυστηρίου, το οποίο, δυστυχώς, δεν είναι ιδιαίτερα σύνθετο, ώστε να αιτιολογήσει την σχεδόν δίωρη διάρκεια της ταινίας.
Οι σκηνές αναπαράστασης των φόνων με διαφορετικό κάθε φορά πρωταγωνιστή έχουν ενδιαφέρον, είναι και γλαφυρότατες, προς τέρψη των φαν του είδους, ο Μπιλ Νάι , ένας χαρακτηριστικά αναξιοποίητος καρατερίστας που ξέρετε όλοι ως Μπίλυ Μακ στο «Love Actually», πασχίζει με διακριτικότητα να δώσει την αίσθηση ενός προσωπικού κατεπείγοντος στην προσπάθεια του επιθεωρητή να αποδείξει την αθωότητα της κατηγορούμενης νεαρής και να συλλάβει τον serial killer, το σενάριο της Τζέιν Γκόλντμαν όμως δεν σκιαγραφεί επαρκώς τον ήρωα. Tο υπαρξιακό «Βατερλώ», που μοιάζει να υφίσταται ο επιθεωρητής στο φινάλε, δεν δικαιολογείται από την δραματουργία.
Τις προσδοκίες μας το «Limehouse Golem» δεν τις εκπλήρωσε, αλλά δεν βαριέσαι. Θα έχουμε πάντα το «From Hell» και τον Μαμούλιαν.