Το θεσπέσια μελαγχολικό και εύθραυστο σύμπαν του Βρετανού δημιουργού ανεξερεύνητων στους πολλούς κομψοτεχνημάτων όπως το «Distant Voices, Still Lives» (1988) και το «The Long Day Closes» (1992) είναι ένας κόσμος που σπάνια ανοίγει διάπλατα τις πόρτες του. Για πολλά χρόνια αυτός ο απολύτως ιδιοσυγκρασιακός σκηνοθέτης δυσκολευόταν να υλοποιήσει τα σχέδια που είχε στην καρδιά του, είτε επειδή δεν έβρισκε ποτέ την απαραίτητη χρηματοδότηση είτε γιατί η σημερινή κινηματογραφική βιομηχανία δεν φαινόταν να ευνοεί τους ελάχιστους εναπομείναντες ονειροπόλους της φυλής του.
Χρειαζόταν έτσι να μεσολαβούν αρκετά χρόνια από την τελευταία φορά που ο Ντέιβις σκηνοθετούσε μέχρι την επόμενη, με αποκορύφωμα το διάστημα έντεκα ετών που προέκυψε από την ολοκλήρωση του «The House of Mirth» (2000) μέχρι την κυκλοφορία του «The Deep Blue Sea» (2011). Ένα διάστημα που έμοιαζε να υπονοεί ότι στην περίπτωση του Τέρενς Ντέιβις είχε μπει μια πρόωρη κατακλείδα.
Μοιάζει, συνεπώς, με σπάνιο προνόμιο το γεγονός ότι μέσα σε σύντομο χρονικό πλαίσιο βλέπουμε όχι μία αλλά δύο ταινίες μυθοπλασίας από τον αισίως 70άχρονο Ντέιβις. Η πρώτη ήταν το περσινό «Ένα Τραγούδι για το Ηλιοβασίλεμα» («Sunset Song»). Η δεύτερη πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της, εκτός διαγωνισμού, στο προηγούμενο Φεστιβάλ Βερολίνου, και προσπάθησε να μεταδώσει στο κοινό της κάτι από τη σύντομη και θλιμμένη ζωή μιας από τις σημαντικότερες ποιήτριες στα χρονικά της λογοτεχνίας: της Έμιλι Ντίκινσον.
Όπως οι κυκλικές χορογραφίες των παλιότερων ταινιών του πάνω σε αντίλαλους μακρινών ζωών, εικόνες και μουσικές χαμένων παρελθόντων και κομμάτια άσβεστων αναμνήσεων, έτσι κι εδώ η μαγεία ξετρυπώνει σχεδόν ανεπαίσθητα, από εκεί που δεν το περιμένεις
Μέσα από μια αλληλουχία σύντομων σκηνών, που μοιάζουν περισσότερο με βινιέτες παρά με μια ενδελεχώς σχεδιασμένη αφήγηση, ο Ντέιβις επιστρέφει στον 19ο αιώνα, στην ήρεμη μεριά της Μασαχουσέτης όπου η οικογένεια Ντίκινσον μεγάλωσε τα τρία παιδιά της. Και εκεί συναντά την Έμιλι, από την στιγμή της εφηβείας της όταν δηλώνει απερίφραστα την απόσχισή της από κάθε παραδοσιακή θεώρηση περί θρησκευτικής πίστης και την ακολουθεί μέχρι τον χαμό της, το 1886, στην κατάληξη μιας πεισματικά ασκητικής ζωής που την είδε να παραμένει μέχρι τέλους στο πατρικό της και στο πλευρό των δυο αγαπημένων της γονιών, να αποτραβιέται σταδιακά από το μάτια των πολλών, να απαρνιέται το δέλεαρ ενός συντρόφου ή τη σιγουριά ενός συζύγου, να γίνεται οικειοθελώς δέσμια των εύθραυστων εσωτερικών της καλεσμάτων και μιας έμφυτης ίσως θλίψης που την ακολούθησε μέχρι τον τάφο και να αδειάζει απωθημένους πόθους σε αμέτρητους, μεγαλειώδεις στίχους.
Με μια ερμηνευτική επιλογή που όσους μπορεί να ξένισε στο άκουσμά της άλλους τόσους υπόσχεται να κερδίσει προοδευτικά, η ταινία αναθέτει στη Σίνθια Νίξον του «Sex and the City» να υποδυθεί την Έμιλι Ντίκινσον και την αφήνει να ξεδιπλώσει πτυχές ενός ταλέντου που μόνο όσοι έτυχε να δουν το προπέρσινο δράμα «James White» μπόρεσαν να αντιληφθούν. Την βοηθά οπωσδήποτε και ένα σπιρτόζικο σενάριο, πλούσιο σε ευφυολογήματα και παιχνιδίσματα της αγγλικής γλώσσας τα οποία ο Ντέιβις μοιράζει ακριβοδίκαια σε όλους τους ηθοποιούς του.
Και καθώς ο φακός του φροντίζει να τους περιβάλλει ανελλιπώς, να καδράρει τα πρόσωπά τους σε κοντινά πλάνα, να τους φωτίζει με το φέγγος των κεριών ή τον δυνατό ήλιο λαμπερών πρωινών, ο Ντέιβις παραμένει σεμνός πίσω από την κάμερα, σχεδόν σεβάσμιος μπροστά στο αντικείμενό του. Όμως, όπως οι κυκλικές χορογραφίες των παλιότερων ταινιών του πάνω σε αντίλαλους μακρινών ζωών, εικόνες και μουσικές χαμένων παρελθόντων και κομμάτια άσβεστων αναμνήσεων, έτσι κι εδώ η μαγεία ξετρυπώνει σχεδόν ανεπαίσθητα, από εκεί που δεν το περιμένεις: σε μια νυχτερινή σκηνή ονείρου που κλείνει μέσα της τόση ομορφιά όσο και λύπη ή στο υπέροχο τράβελινγκ 360 μοιρών σε μια συνηθισμένη βραδιά στο σπίτι της οικίας Ντίκινσον, το οποίο καταφέρνει και χωράει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα λεπτομέρειες για την εποχή και για τους χαρακτήρες τις οποίες άλλες ταινίες θα είχαν μεταχειριστεί με λιγότερη εξυπνάδα και οικονομία.
Με το «Ήρεμο Πάθος» του, ο Τέρενς Ντέιβις υπογράφει μια μετρημένη σε φιλοδοξίες και συγκρατημένη ταινία (θα μπορούσε κανείς να την αποκαλέσει στατική και δεν θα είχε άδικο) που δεν επιχειρεί να ξεσκονίσει τις σελίδες βιβλίων πάνω στην Ιστορία της τέχνης, ούτε αναζητά το μυστικό στην ταραγμένη ψυχοσύνθεση και τα επουράνια λογοτεχνικά φτερουγίσματα της Έμιλι Ντίκινσον. Είναι το γεμάτο απροσδόκητο χιούμορ και συμπόνια βλέμμα σε μια ζωή που ξοδεύτηκε γρήγορα και αναίτια, αλλά όχι άδικα. Στο δικαίωμα ενός ατόμου να επιλέγει το πεπρωμένο του. Στο μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης που είναι ικανή να κλείνει μέσα της τόση ομορφιά και τόσο πόνο. Σε ένα πολύτιμο σινεμά που χαμηλόφωνα και υπομονετικά υπηρετεί εδώ και δεκαετίες ο σπουδαίος Τέρενς Ντέιβις.