Η εθνική υπερηρώων της DC βρίσκει για πρώτη φορά στο «Justice League» το δρόμο για το πρωτάθλημα της μεγάλης οθόνης και βγάζει από τον πάγκο μερικούς έξτρα χαρακτήρες για να ανταγωνιστεί τον πρωταθλητή βαρέων βαρών της Marvel, που ακούει στο όνομα «Avengers». Θα ήταν άδικο να πει κανείς πως η «Λεγεώνα της Δικαιοσύνης» δεν είναι μία καλή προσπάθεια, και εμφανής βελτίωση από την επική καταστροφή του «Batman V Superman», όμως από την άλλη, πως θα μπορούσε να είναι χειρότερη; Και είναι αρκετή μια καλή προσπάθεια για να δικαιολογήσει τις αυξημένες προσδοκίες μιας ταινίας που συγκεντρώνει το all star δυναμικό ενός κολοσσού των κόμικς;
Μετά το φινάλε του «Batman V Superman: Η Αυγή της Δικαιοσύνης», η ανιδιοτελής θυσία του Superman (Χένρι Κάβιλ) έχει πάρει μαζί της και το αίσθημα ελπίδα του κόσμου. Με τον Άνθρωπο από Ατσάλι απόντα, μία αρχαία απειλή – ο Steppenwolf – επανεμφανίζεται με σκοπό να συγκεντρώσει τρία μητρικά κουτιά που όταν ενωθούν θα σημάνουν το τέλος του πλανήτη. O Batman/Μπρους Γουέιν (Μπεν Άφλεκ) αναλαμβάνει τη σύσταση μιας ομάδας που θα κληθεί να αντιμετωπίσει τις δυσοίωνες προθέσεις του Steppenwolf και μαζί με τη Νταϊάνα Πρινς/ Wonder Woman (Γκαλ Γκαντότ) στρατολογούν τους «μετα-ανθρώπους» Aquaman, Flash και Cyborg.
Μπορεί κάποτε η DC να ήταν πρωτοπόρος, και στο «χαρτί» οι ήρωές της και οι δυναμικές συναθροίσεις τους να οδηγούσαν τις εξελίξεις στην κόμικ αφήγηση, στο «πανί» όμως άργησε, δίνοντας ευκαιρία στη Marvel να επιδείξει μία μεθοδευμένη, στρατηγική προώθηση δικών της ηρώων και κινηματογραφικών εξορμήσεων που, παρά την όποια κόπωση, μετρούν ήδη 17 ταινίες. Το νεοσύστατο (για τη μεγάλη οθόνη) σύμπαν της DC, με μόλις 5 ταινίες, έχει ως κορωνίδα το εμπορικά και καλλιτεχνικά επιτυχημένο «Wonder Woman» και μερικές μέτριες μεταφορές, που αρέσουν κατά το ήμισυ. Από την άλλη, η DC έχει στο επιτελείο της τους δυο μεγαλύτερους και πιο δημοφιλείς σούπερ ήρωες. Ο Superman και ο Batman είναι αρχετυπικά δείγματα, κόμικ έμπνευσης και κοινωνικής αναφοράς, που άγουν την ποπ κουλτούρα ως πρότυπα μυθοπλασίας εδώ και δεκαετίες. Και η αλήθεια είναι πως θέλει πολύ κόπο για να ικανοποιήσεις το κοινό που έχει μία προκαθορισμένη οπτική για αυτούς ή έχει υιοθετήσει συγκεκριμένα πρότυπα, όπως π.χ. τον ρεαλιστικό (και πιο πρόσφατο) Batman του Νόλαν.
Η ομάδα φαίνεται να δένει και υπάρχουν σίγουρα περιθώρια βελτίωσης, αλλά ο προπονητής χρειάζεται νέα πλάνα. Ή η ομάδα νέο προπονητή.
Τα καλά νέα, λοιπόν, είναι ότι η DC άκουσε τα παράπονα του κοινού και των κριτικών και στο «Justice League» παρέχει μία βελτιωμένη διασκευή των σελίδων της. Άνιση, αλλά βελτιωμένη. Η θορυβώδης πληθωρικότητα του «Batman V Superman» έχει φρενάρει και στο «Justice League» η πλοκή είναι σαφής. Η «Λεγεώνα» είναι προφανώς μία ταινία του Ζακ Σνάιντερ, αλλά μέσα της συνυπάρχει μία γενναία δόση ποπ ελαφράδας, ήρεμων σεναριακών στιγμών και λειτουργικού χιούμορ που ενσωματώνεται στο σενάριο. Ενδεχομένως αρκετά από τα παραπάνω να χρεώνονται πιθανότατα στον Τζος Γουίντον, τον σκηνοθέτη των «Avengers», ο οποίος ανέλαβε την ολοκλήρωση του «Justice League» κάνοντας επαναληπτικά γυρίσματα (στα credits χρεώνεται το σενάριο μαζί με τον Κρις Τέριο) μετά την αποχώρηση του Σνάιντερ, λόγω ενός προσωπικού, οικογενειακού δράματος.
Με το «Everybody Knows» του Λέοναρντ Κοέν (εδώ σε μία μελαγχολική διασκευή της Sigrid) να σιγοντάρει τους τίτλους αρχής του «Justice League» (ο Σνάιντερ ανέκαθεν ήξερε να δίνει σωστό τόνο στους τίτλους των ταινιών του, θυμηθείτε τους «Watchmen»), η ιστορία πίσω από την ταινία έχει μία πολύ ενδιαφέρουσα, και πολύ σύγχρονη, ιδέα: τη συνάθροιση μιας πολυσυλλεκτικής, πολυφυλετικής, πολυπολιτισμικής ομάδας που αποφασίζει να αντιταχθεί στον σκοταδισμό που επιφυλάσσει η μισαλλοδοξία και να δώσει ξανά ελπίδα. «Δεν μπορείς να σώσεις τον κόσμο μόνος» είναι άλλωστε το tagline του «Justice League». Σε συνάφεια με τα παραπάνω, μέρος της ταινίας (όπως και το φινάλε) τοποθετείται επιτυχημένα σε μία «νεκρή ζώνη» του πραγματικού κόσμου, μία πόλη που έχει καταστραφεί από πυρηνικό ατύχημα, ανακαλώντας μνήμες από τον πυρηνικό εφιάλτη του Τσερνόμπιλ.
Ο Μπεν Άφλεκ και η Γκαλ Γκαντότ είναι τα γνώριμα πρόσωπα της «Justice League», με τον πρώτο να επωμίζεται έναν πατριαρχικό ρόλο απρόθυμου ήρωα, και τη Γκαντότ να κλέβει ξανά εντυπώσεις, μετά την επιτυχία της σόλο ταινίας της, με τη χαρισματική άνεση που επιδεικνύει στο ρόλο – σίγουρα η πιο εμπνευσμένη επιλογή κάστινγκ της DC. Επίσης δεν είναι spoiler να γράψουμε πως ο Χένρι Κάβιλ επανεμφανίζεται (το όνομά του υπάρχει φαρδύ πλατύ στους τίτλους αρχής) και η πρώτη του συναρπαστική σκηνή είναι πραγματικά όλα όσα δεν ήταν το «Batman V Superman».
Μαζί τους, ο Έζρα Μίλερ στο ρόλο του Flash είναι ο MVP της ταινίας, ο νευρώδης έφηβος που έχει χιούμορ για να συμπαρασύρει το κοινό, άγχη για να ταυτιστεί μαζί του και ως ήρωας προσφέρει τις πιο ενδιαφέρουσες, οπτικές ιδέες, ο Τζέισον Μομόα του «Game of Thrones» προσφέρει μία ροκ εκδοχή του Aquaman, και δείχνει να απολαμβάνει αυτή την κατεύθυνση, ενώ ο πρωτοεμφανιζόμενος Ρέι Φίσερ ως Cyborg, είναι το δραματικό αντίβαρο και αυτός που εμπλέκεται άμεσα με την πλοκή του «Justice League». Παρά τις άτσαλες συστάσεις, από τη στιγμή που δεν προηγήθηκε ξεχωριστή ταινία για κάποιον από τους νέους χαρακτήρες, οι καλές ερμηνείες και η αλληλεπίδραση μεταξύ τους δίνει έξτρα πόντους καλού θεάματος στη «Λεγεώνα», αν και στο φινάλε ο Aquaman, που βρίσκεται «εκτός περιβάλλοντος», αδικείται από τη δράση. Ίσως γι’ αυτό να είναι και η επόμενη σόλο ταινία της DC. Δυστυχώς το αντίπαλο δέος, και μεγάλο σφάλμα της ταινίας, ο Steppenwolf (με τη φωνή του Κιάραν Χιντς) δεν προσφέρει κανένα οργανικό φόβο μέσα στην πρόχειρη ψηφιακή του ενσάρκωση και λειτουργεί στερεοτυπικά ως ο «κακός» της υπόθεσης, επιβεβαιώνοντας πως οι CGI χαρακτήρες αν δεν φτιαχτούν με μεράκι, παραμένουν «χάρτινοι».
Με έντονη την αίσθηση της παραγγελιάς και με την υπόσχεση πως η επόμενη φορά θα είναι καλύτερη (μείνετε μέχρι να ολοκληρωθούν οι τίτλοι τέλους) το «Justice League» κατεβαίνει για πρωταθλητισμό και στην πορεία λαχανιάζει από έμπνευση. Η ομάδα φαίνεται να δένει και υπάρχουν σίγουρα περιθώρια βελτίωσης, αλλά ο προπονητής χρειάζεται νέα πλάνα. Ή η ομάδα νέο προπονητή. Justice served σχεδόν.