Καύση

Με αφορμή τον θάνατο ενός κοντινού τους προσώπου, πέντε άνθρωποι συγκεντρώνονται σε ένα σπίτι προσπαθώντας να αποφασίσουν τον τρόπο ταφής του εκλιπόντα. Παράλληλα στο κέντρο της πόλης μαίνονται ταραχές και συγκρούσεις διαδηλωτών με την αστυνομία.

Elle 02 Μαρ. 16
Καύση

Μεταφέροντας το δικό του θεατρικό έργο στον κινηματογράφο, ο Στράτος Τζίτζης («Σώσε Με», «45m2»), περιορίζει τη δράση σε έναν ουσιαστικά χώρο, σφραγίζει κάθε δρόμο διαφυγής από μια οικιακή κόλαση οριοθετημένη σε τέσσερις τοίχους και με τον τρόπο του σαρτρικού «Κεκλεισμένων των Θυρών», οδηγεί τους χαρακτήρες του σε μια κατά μέτωπο σύγκρουση με την αλήθεια που πασχίζουν να απωθήσουν, τα ψέματα που λένε στον εαυτό τους και τους Άλλους, τις πιο βαθιές τους αγωνίες.

Η «Καύση» είναι μια ιλαροτραγική αλληγορία για μια κοινωνία που παραδέρνει αναποφάσιστη μεταξύ θανάτου και ανάστασης, σε ένα ιδιότυπο αστικό καθαρτήριο, ανίκανη τόσο να ζήσει όσο και να πεθάνει.

Φλερτάροντας με το παράδοξο, την υπαρξιστική φάρσα (με θεματικούς απόηχους από τον Μπέκετ, τον Καμί και τον Πίντερ) και την κοινωνικοπολιτική στηλίτευση, η ταινία εξετάζει την Ελλάδα της μεταπολίτευσης, μέσα από τα πολλά της πρόσωπα και προσωπεία –κάθε χαρακτήρας εκπροσωπεί και μια διαφορετική πίστη ή ηθική- για να οδηγηθεί με απαρέγκλιτη συνέπεια σε ένα φινάλε μεστό συμβολισμών που μπορεί να ειδωθεί και ως πεσιμιστικό προανάκρουσμα του αμφίβολου, εθνικού μέλλοντός μας.

Άλλοτε επιδιδόμενοι σε περιπαθείς μονολόγους μπροστά σε έναν αόρατο ακροατή (την κάμερα, τον θεατή;), κι άλλοτε συγκρουόμενοι μεταξύ τους, έχοντας επιστρατεύσει όλη την ιδεολογική σκευή τους, οι ήρωες του φιλμ κουβαλούν στις πλάτες τους τις αμαρτίες μιας χώρας που τους γαλούχησε, τους κορόιδεψε και τους εγκατέλειψε αβοήθητους όταν την είχαν μεγαλύτερη ανάγκη. Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι εναπόκειται στους ηθοποιούς να σηκώσουν το βάρος της παραβολής. Και το καταφέρνουν.

Σύσσωμο το καστ κάνει εξαιρετική δουλειά. Η Γωγώ Μπρέμπου, σταθερά άψογη, με τους χαμηλούς ερμηνευτικούς τόνους και το εσωτερικό παίξιμό της, είναι η πάλλουσα καρδιά του φιλμ, κυοφορώντας όχι μόνο ένα βρέφος αλλά μια πιθανή ελπίδα που πρέπει και μπορεί να γεννηθεί μέσα από τα χαλάσματα. Δίπλα της ο Νίκος Γεωργάκης, διαπρέπει αποδομώντας το στερεότυπο του μετα-πασοκικού υποκειμένου που γίνεται συχνά ο αποδιοπομπαίος τράγος στην Ελλάδα της Κρίσης αλλά η μεγάλη ερμηνεία της «Καύσης», έρχεται από τον Γιώργο Χρανιώτη.

Οργισμένος, αμετροεπής, χαοτικός, σε μόνιμο μηδενιστικό οίστρο, ποθώντας να σκοτώσει αυτόν τον άρρωστο κόσμο για να τον λυτρώσει από το ατέρμονο ψυχορράγημά του, νιτσεϊκός στην επιθυμία του να χορέψει στα αποκαΐδια των παλιών αξιών, ο αναρχικός εξεγερμένος του Χρανιώτη, φέρνει στον νου μια πολύ οικεία εικόνα του ακροαριστερού χώρου αλλά δεν γίνεται ποτέ καρικατούρα, χάρη στην πηγαία διονυσιακή ενέργεια και την συναισθηματική αλήθεια με την οποία τον ενσαρκώνει αυτός ο καταπληκτικός ηθοποιός.

Ο Τζίτζης, με αυθεντικά αντισυμβατικό τρόπο, κριτική διάθεση, μινιμαλισμό και αίσθηση του μέτρου -η ταινία διαρκεί μόλις 70 λεπτά- έφτιαξε ένα ατμοσφαιρικό δράμα δωματίου που κόβει την ανάσα, διασκεδάζει (το φιλμ δεν «βαραίνει» ποτέ υπερβολικά και αποφεύγει τις παγίδες της σοβαροφάνειας, χάρη στο εύστοχο μαύρο χιούμορ που αποσυμπιέζει τις σκηνές) και προβληματίζει, χωρίς να γίνεται ποτέ διδακτικό ή επιτηδευμένα αλλόκοτο. Αυτή η φιλμική «καύση» είναι όντως εξαγνιστική.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT