Οι «Καλοκαιρινές Νύχτες» ξεκινούν με την υπόσχεση ενός νεανικού θρίλερ, έχουν πρωταγωνιστή τον Τιμοτέ Σαλαμέ – φρέσκο μετά την επιτυχία του (επίσης θερινού) «Να με Φωνάζεις με τ’ Όνομά σου» – και μία διάχυτη ατμόσφαιρα ρετρό νοσταλγίας ‘90s αναφοράς. Μέχρι εδώ καλά. Πολύ γρήγορα όμως, οι «νύχτες» γίνονται αφηγηματικά αξημέρωτες και το «καλοκαίρι» όχι και τόσο θερμό.
Ταινία που γυρίστηκε πριν το breakthrough του Σαλαμέ στο εξαίσιο «Να με Φωνάζεις με τ’ Όνομά σου», το «Καλοκαιρινές Νύχτες» σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ελάιτζα Μπάινουμ είναι το θερινό ημερολόγιο ενός εφήβου, του αδέξιου Ντάνιελ Μίντλετον (Τιμοτέ Σαλαμέ), που βλέπει τη ζωή του να αλλάζει εντελώς όταν γνωρίζει στο παραθαλάσσιο Κέιπ Κοντ, το γοητευτικό «παλιόπαιδο» (και βαποράκι) της περιοχής, Χάντερ Στρόμπερι (Άλεξ Ρόου). Ο Μίντλετον σε μία πορεία επιβεβλημένης ανδροποίησης, αποφασίζει να συνεργαστεί με τον Στρόμπερι στη διακίνηση ναρκωτικών και στο μεταξύ ερωτεύεται την αδελφή του ΜακΚέιλα (Μάικα Μονρό).
Τα καλοκαίρια με τις εμπειρίες, τις προσδοκίες και τις αναμνήσεις τους, μπορούν να είναι όντως περίοδοι αναφοράς. Ένα τέτοιο καλοκαίρι, ικανό να αλλάξει ζωές, είναι η βασική ιδέα του «Καλοκαιρινές Νύχτες», μόνο που το ταξίδι για την ενηλικίωση έχει περιγραφεί σε μία τέτοια μεταβατική περίοδο, με μεγαλύτερη επιτυχία, στόχο και άνεση από άλλες ταινίες. Μία κάρτα ενημερώνει στον πρόλογο της ταινίας πως πρόκειται για μία (σχεδόν) αληθινή ιστορία, και ο σκηνοθέτης έχει όντως βασίσει το σενάριο σε δυο τύπους που γνώρισε στο κολέγιο, μόνο που τοποθετεί την πλοκή σε μία περίοδο (αρχές δεκαετίας ‘90) που θέλει να την εκμεταλλευτεί οπτικά, αλλά αποδεικνύεται πως αγνοεί.
Υπάρχουν στιγμές που η σινεφίλ διάθεση του Ελάιτζα Μπάινουμ διατρέχει τα «Καλά Παιδιά», τον «Επαναστάτη Χωρίς Αιτία», τους «Outsiders», το «Ξέφρενες Νύχτες» και τις «Αυτόχειρες Παρθένους», χωρίς καθαρό αφηγηματικό στόχο. Οι «Νύχτες» αναπαράγουν την ανάμνηση μιας περιρρέουσας ατμόσφαιρας από ανθρώπους που δεν την έζησαν και γίνονται άγουρη φαντασίωση και όχι μία πειστική πραγματικότητα. Ανάμεσα στα κινηματογραφικά κλισέ των αισθηματικών σχέσεων, των πάρτι, των συγκρούσεων των κοινωνικών τάξεων και του θερινού σχολικού διαλείμματος, ο Μπάινουμ ξέρει καλά πως να συνθέσει γοητευτικά, νοτισμένα κάδρα, αλλά ξεχνά να τα εμπλουτίσει. Για παράδειγμα το soundtrack της ταινίας επιλέγει σε καίρια στιγμή το «Space Oddity» του David Bowie, τη χρονιά που στα charts μεσουρανούσαν οι R.E.M., Bryan Adams, Paula Abdul και Roxette. Μοναδική εξαίρεση η παρουσία του hasta la vista «Εξολοθευτή 2: Μέρα Κρίσης» του Τζέιμς Κάμερον.
Το σεναριακό εύρημα του αφηγητή που αποκαλύπτεται στο φινάλε και υποχρεώνει σχετικά άκομψα το κοινό στην υποκειμενική του ανάγνωση, οι δυναμικές των σχέσεων του Μίντλετον με τον Στρόμπερι και με την ΜακΚέιλα, η μεταστροφή του χαρακτήρα από αδιάφορο έφηβο σε εγκέφαλο του υποκόσμου, είναι μερικές μόνο από τις συμβάσεις του αδύναμου σεναρίου, το οποίο διασώζεται σχετικά από τις καλές ερμηνείες του πρωταγωνιστικού τρίο. Ο Σαλαμέ ξέρει τον τρόπο να δημιουργεί εντάσεις χωρίς να τις υπονομεύει με ευκολίες, ο Άλεξ Ρόου ενσαρκώνει ιδανικά το γοητευτικό αλάνι, και η Μάικα Μονρό (που γνωρίσαμε στο «It Follows») την μπερδεμένη ΜακΚέιλα, που την επιθυμούν όλοι, αλλά αυτή επιθυμεί περισσότερα.
Ορμόνες, εφηβεία, πολλά αναπάντητα ερωτήματα, ευκολίες και μία συμβολική κορύφωση που υπαγορεύει η Φύση, το «Καλοκαιρινές Νύχτες» μοιάζει με VHS κασέτα που περιλαμβάνει δειγματοληπτικά εικόνες μιας δεκαετίας, ένα οικογενειακό δράμα, μία ιστορία ενηλικίωσης, ένα αστυνομικό θρίλερ για ναρκωτικά και μία ρομαντική κομεντί. Φιλόδοξο μα σσταθές, σαν την εποχή που περιγράφει.