Σάντα Μπάρμπαρα, Καλιφόρνια, 1979. Στα μάτια της χωρισμένης μητέρας του (Ανέτ Μπένινγκ), ο 15χρονος Τζέιμι (Λούκας Τζέιντ Ζούμαν) φαντάζει ιδιαίτερα ατίθασος. Κι εκείνη, προκειμένου να τα βγάλει πέρα μαζί του, ζητά τη βοήθεια δύο οικείων τους προσώπων, της νεαρής φωτογράφου Άμπι (Γκρέτα Γκέργουικ) και της 17χρονης Τζούλι (Ελ Φάνινγκ), παιδικής φίλης του Τζέιμι.
Ο Μάικ Μιλς του «Πρωτάρηδες» («Beginners»), για πολλούς μιας απ’ τις καλύτερες και πιο αφοπλιστικά ειλικρινείς ταινίες που έχει βγάλει το αμερικανικό σινεμά στην τρέχουσα δεκαετία, επιστρέφει με την ίδια, χρονικά εξαρθρωμένη αφηγηματική διάθεση, με ανάλογη αισθητική χροιά, παρόμοιες προβληματικές και γενικώς αρκετά δάνεια απ’ το προηγούμενο φιλμ που αγαπήθηκε πολύ. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που και τα δύο φιλμ θεωρούνται απ’ τον δημιουργό τους ημι-αυτοβιογραφικά, με τον χαρακτήρα της Μπένινγκ εν προκειμένω να βασίζεται στη μητέρα του.
Στο πρόσωπο του πιτσιρικά Τζέιμι, ο Μιλς μοιάζει να αναβιώνει το θαυμασμό και το δέος που ο ίδιος ανέκαθεν ένιωθε για τις γυναίκες, επανατοποθετώντας τρόπον τινά, ψηφίδα προς ψηφίδα στον κινηματογραφικό του καμβά, τον αντίκτυπο που εκείνες έχουν στη ζωή του
Στις «Καταπληκτικές Γυναίκες» (υποψήφιες για Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου) βλέπει κανείς να επανέρχονται προβληματικές-μοτίβα του Μιλς όπως η επίδραση της μητρικής φιγούρας στο παιδί, σε αντιδιαστολή με την έλλειψη του πατέρα (στο «Beginners» συναισθηματική, εδώ πρακτική). Επιπλέον, η αφήγηση ταξιδεύει ελεύθερα στο χρονικό εύρος που αναπτύσσονται οι βασικοί χαρακτήρες, η φωτογραφία τους λούζει με μια νοσταλγία που ενίοτε βγάζει μάτι, ενώ η μουσική συμμετέχει πρωταγωνιστικά στο φιλμ (δεδομένη η αγάπη του Μιλς για τα μπλουζ και τη τζαζ), με τη διαφορά πως εδώ υπογραμμίζει όχι απλώς το λεγόμενο χάσμα γενεών αλλά το ανεπίστρεπτο πέρασμα σε νέα εποχή.
Επίσης, οι διάφορες κινηματογραφικές αναφορές σκάνε στην οθόνη πρωτογενώς (βλ. το απόσπασμα απ’ την «Καζαμπλάνκα»), οι ιστορικές αναφορές το ίδιο, παίρνοντας μάλιστα και πάλι ως σημείο αναφοράς τους εκάστοτε Αμερικανούς προέδρους, τη στιγμή που ο έρωτας αποτελεί για τους ήρωες μόνιμο βάσανο, ή μάλλον μια αστείρευτη πηγή αγωνιώδους χαρμολύπης, στα πρότυπα π.χ. ενός «Πρωτάρη».
Σε μια πρώτη ανάγνωση, στις «Καταπληκτικές Γυναίκες» φέρεται να πρωταγωνιστεί ο στοχασμός πάνω στις εκφάνσεις και τα όρια της μητρικής φιγούρας. Όμως το φιλμ δεν εξαντλείται στο αρχέτυπο της μητέρας. Εδώ ο Μιλς μοιάζει επί της ουσίας να αναβιώνει στο πρόσωπο του πιτσιρικά Τζέιμι το θαυμασμό και το δέος που ο ίδιος ανέκαθεν ένιωθε για τις γυναίκες, επανατοποθετώντας τρόπον τινά, ψηφίδα προς ψηφίδα στον κινηματογραφικό του καμβά τον αντίκτυπο που εκείνες έχουν στη ζωή του. Επιπλέον, ενδεικτικό της προβληματικής του Μιλς που αφορά συνολικά στους χαρακτήρες των γυναικών, είναι πως σε σχέση με τους άνδρες τις εμφανίζει περισσότερο συνειδητοποιημένες και εκφραστικές, έτοιμες να λάβουν αποφάσεις, να εκφραστούν ή να ρισκάρουν.
Παρατηρώντας το επισκοπικά ωστόσο, το φιλμ μοιάζει περισσότερο με ψυχογράφημα χαρακτήρων, η εξέλιξη της ιστορίας των οποίων αποτελεί δευτερεύουσα προτεραιότητα. Για την ακρίβεια, οι «Καταπληκτικές Γυναίκες» στερούνται μιας βασικής ιστορίας, ικανής να σύρει δραματουργικά τους χαρακτήρες σε έναν δρόμο εξέλιξης. Περισσότερο από το τι γίνονται ή πού μπορούν να πάνε, οι συγκεκριμένοι ήρωες του Μιλς «είναι αυτό που είναι», απλά «υπάρχουν» αν προτιμάτε, αρκούντως ανάγλυφοι και ειλικρινείς ενδεχομένως, όμως δίχως να ανήκουν σε μια αφήγηση που να τους επιφυλάσσει μια κάποια δυναμική.
Παρόλα αυτά, οι «Καταπλητικές Γυναίκες» παραμένουν ικανές να σε κάνουν να χαμογελάσεις πικρά ή να πάρεις μαζί σου ορισμένες απ’ τις ξυραφένιες, εξαιρετικά εύστοχες ατάκες τους, σερβιρισμένες από ένα καστ ικανό να εναρμονιστεί με το ύφος του φιλμ. Αυτά όμως δεν αρκούν για μια ολοκληρωμένη, αυτόφωτη δουλειά. Γιατί πέρα από την εκ νέου επιστράτευση αναφορών περί λ.χ. τσιγάρου και καρκίνου, ή την και πάλι έμμεση επαναδιατύπωση της θεώρησης πως ο καθένας συνδέεται άρρηκτα, σχεδόν δεσμευτικά με το ιστορικό του πλαίσιο, το νέο φιλμ του Μιλς φαντάζει σαν ένα απογοητευτικό σε συγκρίσεις παράγωγο εκείνου που προηγήθηκε και αγαπήθηκε, απ’ τη στιγμή που μένει προσκολλημένο στην ίδια δεξαμενή των γόνιμων κατά τ’ άλλα προβληματισμών του δημιουργού της.