Τέσσερις (όχι και τόσο) διαφορετικοί άνθρωποι καταστρέφουν ο ένας τον άλλο, πλαισιωμένοι από το απέραντο γαλάζιο ενός επίγειου παραδείσου της Μεσογείου. Η νέα ταινία του αξιοπρόσεκτου Ιταλού σκηνοθέτη Λούκα Γκουαντανίνο (‘Είμαι ο έρωτας’) αναδίδει θερμότητα, σχεδόν στα όρια της παραζάλης. Το Αγγλόφωνο ριμέικ του ψυχολογικού θρίλερ του Ζακ Ντερέ ‘Η πισίνα’ του 1969, μεταφέρεται από τη Νότια Γαλλία στο μικρό νησί Παντελλερία της Ιταλίας, γεμάτο φίδια, κοινωνικές αναταράξεις, αλλά και όμορφους ανθρώπους. Η υπόθεση θέλει τη διεθνούς φήμης ροκ σταρ Μαριάν Λέιν (Τίλντα Σουίντον) να βρίσκεται αποσυρμένη στην πολυτελή βίλα της με το νεαρότερο σύντροφό της Πολ (Ματίας Σένερτς) και σε κατάσταση πλήρους αφωνίας μετά από μια εγχείρηση, απολαμβάνοντας τη σχετική ανωνυμία, τον καυτό ήλιο και την απομόνωση.
Η σκηνοθετική δεξιοτεχνία των πρώτων λεπτών του φιλμ σε αφήνει έκπληκτο, με το μοντάζ σχεδόν να επικαλύπτει σκηνές της πρώην ζωής της ροκ ντίβας (ένα ελαφρώς πιο θηλυπρεπές άλτερ έγκο του Ντέιβιντ Μπόουι) με τη βουβή ηρεμία του Μεσογειακού τοπίου. Δυστυχώς, το επίτευγμα δεν μπορεί να αντέξει ως το τέλος, με την ταινία να αλλάζει ρυθμό όταν ο τοξικά ναρκισσιστής πρώην σύντροφος και μάνατζερ της Μαριάν (Ρέιφ Φάινς), φτάνει στο νησί με την -υπό αμφισβήτηση- κόρη του (Ντακότα Τζόνσον), φέρνοντας την καταστροφή. Ήδη η άφιξή του ανακοινώνεται σουρεαλιστικά, με το αεροπλάνο να περνά πάνω από τα γυμνά σώματα των δύο εραστών αφήνοντας την απειλητική σκιά του. Οι τέσσερις χαρακτήρες θα αρχίσουν σταδιακά να στροβιλίζονται γύρω από μια δίνη ηδονισμού, παρασυρόμενης ανίας (θυμίζοντας ξεκάθαρα ταινίες του Αντονιόνι), αρσενικού ανταγωνισμού και συνεχόμενων αποπειρών σαγήνευσης. Στο ενδιάμεσο, ο Γκουαντανίνο φροντίζει να γεμίζει τα κενά με λήψεις υποκειμενικές, διορατικά φλας μπακ, εικόνες μινιμαλιστικής φυσικής ομορφιάς αλλά και έντονης κοινωνικής αναταραχής.
Παρότι όλες οι ερμηνείες της βασικής υποκριτικής τετράδας αποδεικνύονται αξιόλογες, ο Φάινς και κυρίως η Σουίντον ξεχωρίζουν, με την τελευταία να αποτελεί ξεκάθαρα τη μεγάλη σταρ του φιλμικού εγχειρήματος. Η προσωπική της απόφαση να αποδώσει τη Μαριάν σχεδόν βουβή (το σενάριο αρχικά της έδινε κάποιες σελίδες διαλόγου) απογειώνει χωρίς δεύτερη σκέψη ολόκληρη την ταινία, αναδεικνύοντας για ακόμη μια φορά την τεράστια ερμηνευτική της ικανότητα (πέρα από την υπέροχα παράξενη φυσική της παρουσία) κυρίως μπροστά σε τρομερά απαιτητικούς ρόλους. Όσο αμίλητα γοητευτική είναι η ίδια της άλλο τόσο μανιώδης και θεατρική είναι η ερμηνεία του συμπρωταγωνιστή της, ξεσηκώνοντας σύννεφα σεξουαλικής επιδειξιομανίας στο πέρασμά του, μιλώντας ακατάπαυστα και ισοπεδώνοντας οποιαδήποτε αίσθηση αυτοπεριορισμού. Καθώς ο κύκλος των σχέσεων στενεύει όλο και περισσότερο, η σκηνοθεσία μας επιτρέπει να αποσπάσουμε την προσοχή, εστιάζοντας και λίγο παραπέρα. Στο τεράστιο προσφυγικό πρόβλημα του νησιού ή στην ανικανότητα της τοπικής αστυνομίας, που υπολειτουργεί στα όρια της καρικατούρας. Ματιές ενός πραγματικού κόσμου που εμφανέστατα έχει κάτι να πει για τη χρυσή, σχεδόν ναρκισσιστική απομόνωση των κεντρικών χαρακτήρων.
Ωστόσο, οι όποιοι πολίτικοι υπαινιγμοί αποκτούν σκόπιμα (και σχεδόν συνειδητά) έναν διακοσμητικό χαρακτήρα. Οι σκηνές φτάνουν να αποτελούν στοιχείο κινηματογραφικού οπορτουνισμού, αφού και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές μοιάζει να μην ασχολούνται καν με ό,τι συμβαίνει γύρω τους. Όμοιες με το ξεθωριασμένο σφυροδρέπανο που έχει ως τατουάζ ο Φάινς, συμβολίζουν -αναπάντεχα αποδοτικά- τη γενικότερη στάση μιας κατ’ επίφαση ενοχικής απόλαυσης της ζωής. Εκεί που η ματαιοδοξία συμβαδίζει με την αναισθησία και ο πόθος με την αυτοκαταστροφή. Καθώς το δράμα που σιγοβράζει οδηγεί την αφήγηση σε άλλα μονοπάτια, ανακαλύπτεται ένα είδος χρόνιας κακόβουλης κοινωνικής λειτουργίας σχεδόν οικογενειακού τύπου, με το φιλμ να σε αφήνει να αναρωτιέσαι στο τέλος τι είναι αυτο που έχεις δει ακριβώς. Το σύμπλεγμα που κατασκευάζεται συνεχίζει να οδηγείται από τις αλληλοσυμπληρούμενες επιθυμίες των χαρακτήρων μέχρι το τέλος, δίνοντας στην ταινία την απαραίτητη ώθηση αλλά και την αίσθηση της απειλής που όλο και ζυγώνει αλλά δεν γίνεται ποτέ ορατή.
Αυτό που τελικά μένει σχεδόν φετιχιστικά μέσα σου, όπως τα εξαντλητικά κοντινά πλάνα που θαρρείς μοιάζουν έτοιμα για φωτογράφηση σε περιοδικό μόδας, είναι η εξής τρομακτική διαπίστωση: κακά πράγματα συμβαίνουν διαρκώς· στο μεταξύ όμως έχεις την ευκαιρία να απολαμβάνεις λαίμαργα ό,τι σου απομένει.