Με τις κωμωδίες που στηρίζονται στο όνομά του να μην φέρνουν πίσω τα χρήματά τους τα τελευταία χρόνια, έμοιαζε κάτι παραπάνω από αναγκαίο για τον Βινς Βον να αλλάξει ρότα. Αυτό έδειχνε η συμμετοχή του στον δεύτερο κύκλο του «True Detective» αλλά και στον «Αντιρρησία Συνείδησης» του Μελ Γκίμπσον, όμως εδώ είναι που πετυχαίνει για πρώτη φορά ολική υποκριτική μεταστροφή, ως πρωταγωνιστής ενός φιλμ που απαιτεί την ολοκληρωτική του αφοσίωση τόσο στις στιγμές δράσης αλλά κυρίως στις ενδιάμεσες σιωπές που υποδηλώνουν πολλά για τον χαρακτήρα του.
Ο Βον, με ξυρισμένο κεφάλι και έναν μεγάλο σταυρό να καλύπτει το πίσω μέρος του κρανίου του, υποδύεται έναν ήρωα που μαθαίνουμε στην αρχή ότι ήταν κάποτε αλκοολικός, αλλά έχει καθαρίσει και ζει με την σύζυγό και την αμερικανική σημαία του – τα δύο πράγματα που φαίνεται πια να πιστεύει. Τον απογοητεύουν και τα δυο την ίδια μέρα, δείχνοντας για πρώτη φορά ένα σημαντικό κομμάτι του χαρακτήρα του, την ανάγκη να μετριάζει την οργή του και να αντιμετωπίζει με ψυχραιμία τα προβλήματα που τον ταλανίζουν. Ένα άλμα στο χρόνο δείχνει ένα καλύτερο σπίτι και μια εγκυμοσύνη για την οικογένεια, μόνο που οι στιγμές ευτυχίας βασίζονται σε πώληση ναρκωτικών και η αναπόφευκτη σύλληψη στέλνει τον ήρωα στο μέρος όπου θα εξελιχθεί το μεγαλύτερο κομμάτι του φιλμ, τη φυλακή.
Παρά το ότι τα προβλήματα του εκεί πολλαπλασιάζονται, η λογική του ήρωα (και του σκηνοθέτη) είναι η ίδια. Μια εσωτερική διελκυστίνδα μεταξύ οργής και ψυχραιμίας, ειδικότερα από τη στιγμή που αντιλαμβάνεται πως ο ίδιος μπλέχτηκε σε ένα αδιέξοδο και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να σώσει το μέλλον των δικών του. Ο Κρεγκ Ζόλερ, που προκάλεσε αίσθηση πριν 2 χρόνια με το «Bone Tomahawk» όπου μετέτρεψε ένα γουέστερν σε κανιβαλιστικό παραλήρημα, δεν ελκύεται από την ιδέα να φτιάξει μια ταινία-μακελειό σε φυλακές αλλά φιλμάρει ένα διαρκές ταξίδι καθόδου ενός χαρακτήρα με ισχυρή υπομονή και θέληση, αλλά και ξεκάθαρα ελαττώματα, όπως η ανοιχτά ρατσιστική συμπεριφορά του, που χρησιμεύουν για να μην αγιοποιηθεί.
Οι grindhouse καταβολές της ταινίας παρουσιάζονται κυρίως στους συμπληρωματικούς χαρακτήρες, με τους Ντον Τζόνσον και Ούντο Κίερ να κάνουν καλά τη δουλειά τους, αλλά και στη διαβάθμιση της βίας, που γίνεται πιο σαδιστική προς το τέλος. Εκεί όμως τελειώνουν και ο Ζόλερ , με σύμμαχο τη μεγάλη διάρκεια και τις εκτεταμένες στιγμές σιωπής και εσωτερικής πάλης, περισσότερο σκιαγραφεί την πορεία ενός σύγχρονου ανθρώπου που πριν βρεθεί στη φυσική φυλακή είχε χτίσει μια δική του που τον επηρέαζε για χρόνια, παρά έναν φόρο τιμής σε ένα «δεύτερο» κινηματογραφικό είδος, κάτι που πιθανά να ήταν πιο διασκεδαστικό αλλά και συνάμα πιο εύκολο.