Προσπαθώντας να δώσει τη δική του απάντηση, αφενός στον αυξανόμενο λαϊκισμό που πηγάζει τόσο από την αγανάκτηση όσο και από την ανέχεια, και αφετέρου στην ενοχική νοσταλγία με την οποία αρκετά μεγάλο τμήμα των συμπατριωτών του αντιμετωπίζει την περίοδο της ανόδου του φασισμού στη χώρα τους, ο Ιταλός σκηνοθέτης Λούκα Μινιέρο διασκευάζει με λιγοστές παραλλαγές την πετυχήμενη γερμανική κωμωδία του 2015 (η οποία με τη σειρά της βασίστηκε στο ομώνυμο μπεστ σέλερ μυθιστόρημα του Τιμούρ Βέρμες του 2012), μεταφέροντας παράλληλα την υπόθεση από το Βερολίνο στη Ρώμη και τοποθετώντας στη θέση του Χίτλερ τον ηγέτη του φασιστικού κόμματος Μπενίτο Μουσολίνι. Ο Ντούτσε λοιπόν (πληθωρική η ερμηνεία του γνωστού Ιταλού ηθοποιού Μάσιμο Ποπολίτσιο), ξυπνά στην ιταλική πολυπολιτισμική πρωτεύουσα του σήμερα αναφωνώντας «τι συνέβη στην αυτοκρατορία;», και με τη βοήθεια ενός ημιαποτυχημένου σκηνοθέτη ο οποίος προφανώς θεωρεί ότι πρόκειται για κάποιον κωμικό ηθοποιό «βυθισμένο» στην περσόνα που ερμηνεύει (ο γνωστός Ιταλός youtuber Φρανκ Μάτανο δεν κάνει τίποτε παραπάνω από το να υποδύεται τον εαυτό του) γυρίζει όλη τη χώρα με σκοπό να κατακτήσει για ακόμη μια φορά τις μάζες.
Ο Μινιέρο, εκμεταλλευόμενος εν μέρει την κοινωνική αστάθεια της χώρας του (η ταινία προβλήθηκε στην Ιταλία εν μέσω προεκλογικής περιόδου), ζωντανεύει ένα φάντασμα του παρελθόντος το οποίο, αντί να ξυπνά μνήμες φρίκης και αποστροφής, καταλήγει να μετατρέπεται σε φαινόμενο των μίντια, εκμεταλλευόμενο την συγκυρία που θέλει τον λαϊκισμό, την αδιαφορία και την αντι-πολιτική να έχουν αντικαταστήσει σχεδόν ολοκληρωτικά την πολιτική. Ο πύρινος προπαγανδιστικός λόγος του φασίστα ηγέτη, γεμάτος εθνικιστικές κορώνες και ρατσιστικά παραληρήματα, βρίσκει γρήγορα απήχηση στα αυτιά πολλών συμπολιτών του που νοσταλγούν τις «παλιές καλές μέρες», τις οποίες κατά πάσα πιθανότητα ποτέ τους δεν έζησαν. Εκεί ακριβώς ποντάρει και το φιλμ, στην στρέβλωση και την ωραιοποίηση των γεγονότων, μέσω μιας σταδιακής και επικίνδυνης απώλειας της ιστορικής μνήμης. Και ενώ ως ένα βαθμό το καταφέρνει καλά, η διόγκωση και η υπερβολή που επιβάλλει το ίδιο το σενάριο πολλές φορές λειτουργούν εις βάρος του, αποδεικνύοντας ότι η σάτιρα συνιστά ένα εξαιρετικά περίτεχνο είδος γραφής, που μπορεί πανεύκολα να παρεκτραπεί στον διδακτισμό ή την υπεραπλούστευση.
Απορροφημένο από το δυσοίωνό του μήνυμα, και μένοντας εμβρόντητο μπροστά στις σέλφι και τους φασιστικούς χαιρετισμούς των πραγματικών αθρώπων που συναντούν τον Μουσολίνι στο δρόμο (και βέβαια όχι άδικα), το φιλμ του Μινιέρο ξεχνά γρήγορα την αποτελεσματικότητα της κινηματογραφικής φάρσας, υστερώντας συνεπώς σε κωμικότητα, ίσως και σε ειρωνεία κατ’ επέκταση. Δεν παύει παρόλα αυτά να μιλά ξεκάθαρα για την ακροδεξιά ρητορική που διαχέεται μέσω μιας mainstream, απολιτίκ αδιαφορίας και επιλεκτικής ευαισθησίας, η οποία εκμεταλλεύεται την γενικευμένη έλλειψη εμπιστοσύνης, αλλά και την κατασκευασμένη αναγκαιότητα της ύπαρξης ενός απολυταρχικού παντρε-παντρόνε στον οποίο θα φορτώσει κανείς όλα του τα προβλήματα και από τον οποίο θα ζητήσει να τον βγάλει από το αδιέξοδο, αποποιούμενος παράλληλα τις προσωπικές του ευθύνες. Καθώς το πραγματικό και ταυτόχρονα δυσοίωνο ερώτημα του φιλμ (αλλά και της ίδιας της κοινωνίας) καταλήγει να μην είναι το αν θα μπορούσε να ανέλθει ξανά ένας Χίτλερ ή ένας Μουσολίνι στην εξουσία, αλλά το εάν θα μπορούσαμε να τον αναγνωρίσουμε όταν τελικά αυτό συμβεί, μοιάζει επιτακτική και απολύτως αναγκαία (μέσα στον εύκολο μελοδραματισμό της) η σκηνή στην οποία μια καλοκάγαθη γριούλα με άνοια αναγνωρίζει την κτηνωδία στο βλέμμα του δικτάτορα και με ένα αφοπλιστικό ξέσπασμα, εμποτισμένο με τις μνήμες της θηριωδίας των βασανιστηρίων και της καταστροφής, τον πετά έξω από το σπίτι της με τις κλοτσιές.