Μία από τις μεγαλύτερες ενδείξεις μη αποδοτικότητας ενός μελοδράματος, είναι το να βλέπει κανείς τους ηθοποιούς του να σπαράζουν για περίπου δύο ώρες μπροστά στα μάτια του θεατή και παρόλα αυτά να μην μπορεί με τίποτε να συμπάσχει με αυτό που βιώνουν. Αν αναλογιστεί δε κάποιος ότι, τόσο η αφηγηματική πρώτη ύλη της διαχείρισης μιας αναπάντεχης οικογενειακής τραγωδίας, όσο και μια αποδεδειγμένα αξιοπρεπής ερμηνευτική μεταδοτικότητα μπορούν να αναδείξουν σημαντικά στοιχεία ποιότητας σε μια φιλμική προσπάθεια, τότε ο χαρακτηρισμός «αποτυχία» αποκτά νέες και ακόμη πιο βαρυσήμαντες διαστάσεις.
Με εικόνες που παραπέμπουν περισσότερο σε διαφημιστικό σποτ, ατάκες τηλεοπτικής σειράς (αν και αυτό μάλλον προσβάλλει την ποιότητα των σειρών του σήμερα) και μια διάχυτη αίσθηση εκμεταλλευτικής συναισθηματικότητας, το εορταστικό δράμα του σκηνοθέτη Ντέιβιντ Φράνκελ («Ο Διάβολος φοράει Πράντα») δίνει την εντύπωση μιας ταινίας γυρισμένης στο πόδι, που μοιάζει να καταστρέφει μεθοδικά και καθ’ όλη τη διάρκειά της, το εντυπωσιακό καστ που την απαρτίζει.
Ο Γουίλ Σμίθ (ψάχνοντας μάταια την εξ’ αρχής χαμένη αυθεντικότητα και δυναμική του ρόλου του στην «Αναζήτηση της ευτυχίας» του Γκαμπριέλε Μουτσίνο) υποδύεται έναν υπερ-επιτυχημένο και πανέξυπνο διαφημιστή που λάμπει δίνοντας εμπνευσμένους λόγους σχετικά με τη σύνδεση των ανθρώπων μεταξύ τους. Όταν όμως η εξάχρονη κόρη του πεθάνει χτυπημένη από τον καρκίνο, θα μετατραπεί σε έναν μισότρελο ερημίτη που δεν μιλά με κανέναν, στήνει πολύπλοκες κατασκευές με ντόμινο απλώς για να τις βλέπει να γκρεμίζονται και γράφει επιστολές μίσους προς αφηρημένες έννοιες και συναισθήματα όπως ο χρόνος, η αγάπη και ο θάνατος, συμπαρασέρνοντας παράλληλα στην καταστροφή ολόκληρη την εταιρία που εκείνος ίδρυσε.
Τρεις βαθιά συγκινημένοι και ανήσυχοι συνεργάτες του τότε αποφασίζουν να δράσουν, εφευρίσκοντας ένα περίτεχνο σχέδιο – το οποίο περιλαμβάνει τη χρήση τριών τυχαίων ηθοποιών που, παρεμπιπτόντως, διακατέχονται από αρχές της παγκόσμιας σοφίας – αφενός για να τον βγάλουν από την παραφροσύνη του πένθους και αφετέρου για να υπογράψει και κάτι χαρτιά που θέλουν (sic!). Ταυτόχρονα όμως, θα βρουν έμμεσα και οι ίδιοι τους το θάρρος να αντικρίσουν τις προσωπικές τους ανοιχτές πληγές, αρχίζοντας βαθμιαία να συγχωρούν και να αγαπούν πάλι τους εαυτούς τους.
Ακόμη κι αν αποφασίσει κανείς να παραμερίσει τη σκληρότητα (αλλά και την καταφανέστατη παρανομία) του σχεδίου των τριών συναδέλφων, ενσαρκωμένοι στα όρια της ανεκτικότητας από τους Έντουαρντ Νόρτον, Κέιτ Γουίνσλετ και Μάικλ Πένια, το υπόλοιπο σεναριακό οικοδόμημα στήνεται αναμασώντας μια τυπικά μεθοδευμένη διαδικασία αναπαράστασης του ψυχολογικού βασανιστηρίου. Κάποιες ελάχιστες ιδέες που ενδεχομένως θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν παρέκκλιση από την προβλεψιμότητα, ξεπροβάλλουν χωρίς καμία λογική συνεπαγωγή, κάνοντας τη σκηνοθεσία να μοιάζει πελαγωμένη προσπαθώντας αποκλειστικά και μόνο να εκμεταλλευτεί το πλήθος των διάσημων ηθοποιών της (Κίρα Νάιτλι και Έλεν Μίρεν μέσα σε αυτούς), χωρίς κανένα άλλο ξεκάθαρο πλάνο η προσανατολισμό.
Εκτός αυτού, ακόμη και το ίδιο το φιλμ αποδεικνύει -μάλλον αφελώς- ότι τίποτε από όσα συμβαίνουν δεν είναι τελικά απαραίτητο και χρήσιμο, αφού ο κεντρικός χαρακτήρας μοιάζει να βρίσκει σιγά σιγά μόνος του τη λύση μέσω μιας ομάδας ψυχολογικής υποστήριξης, με τη σκηνή της πρώτης επαφής με το γκρουπ να εκφράζει ό,τι δεν μπορεί να πει ολόκληρη η υπόλοιπη γλυκανάλατη εξέλιξη της πλοκής.
Η συστηματική καταστροφή της όποιας μεταδοτικής δραματικότητας αγγίζει την αποκορύφωσή της όταν η αφήγηση περιτυλίγει την απώλεια (και τον καθ’ όλα φυσιολογικό θρήνο της) με υπαρξιακές κοινοτοπίες και αμπελοφιλοσοφίες που θα έβρισκες στο facebook, οι οποίες υποτίθεται ότι υποστηρίζουν ότι οι στιγμές ανυπόφορου πόνου μπορούν να μετατρέπουν σε στιγμές μεγαλειώδους συμπαντικής σύνδεσης, μέσω λυτρωτικών πράξεων συμπόνιας και καλοσύνης (εξού και ο τίτλος του φιλμ, κάτι σαν την έννοια της «παράπλευρης απώλειας» αλλά με θετικό πρόσημο).
Το μόνο ωστόσο που καταφέρνουν τα ασαφή ευφυολογήματα, όπως και η συστηματική ενεργοποίηση όλων των συμβατικών χολιγουντιανών μηχανισμών και μεσοαστικών κλισέ παραγωγής δακρύων, είναι να υποτιμούν την έννοια της ανθρώπινης θλίψης, περιορίζοντάς την στα στενά πλαίσια ενός ακόμη αντιδραστικού συναισθηματικού μηχανισμού, αφήνοντάς σε στο τέλος να παρατηρείς σχεδόν προκλητικά, μέχρι πιο επίπεδο σαπουνόπερας είναι διατεθειμένο να φτάσει αυτό το κακογραμμένο και καταστροφικά μεμψίμοιρο αποτέλεσμα. Κατά συνέπεια, παρότι είναι πάντα ιδιαίτερα δύσκολο να προτείνεις απερίφραστα την αποφυγή ενός κινηματογραφικού προϊόντος, το συγκεκριμένο -απίστευτης επιπολαιότητας- δημιούργημα, προσεγγίζει επικίνδυνα και αναπόφευκτα προς αυτή την κατεύθυνση.