Στη μικρή νησιωτική κοινότητα του Τζέρσεϊ, η νεαρή Μολ ερωτεύεται τον Πασκάλ. Μέσα από τον έρωτά της η κοπέλα αναζητά διέξοδο από μια αυταρχική μητέρα και μία οικογένεια που μοιάζει φυλακή. Σύντομα, ο φίλος της θα βρεθεί ύποπτος για μία σειρά ανεξιχνίαστων φόνων που έχουν συγκλονίσει την τοπική κοινωνία, με τη Μολ ωστόσο να τον υπερασπίζεται με πάθος, κόντρα στη βαριά περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Σε μία ταινία όπως το «Κτήνος», λογικά θα βρεθεί να αναρωτιέται κανείς σε ποιον απευθύνεται ο τίτλος. Το γεγονός ότι ο βραβευμένος μικρομηκάς Μάικλ Πιρς αντιπαρέρχεται τον πειρασμό μιας προφανούς απάντησης δίνει έξτρα πόντους στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Γιατί ο θεατής της ταινίας του θα διαπιστώσει πως έχει να διαλέξει ανάμεσα στην προφανή επιλογή του δολοφόνου, εκείνης που ενδεχομένως να τον καλύπτει, μίας άκρως καταπιεστικής οικογένειας και μίας κλειστής κοινωνίας με ξενοφοβικά αντανακλαστικά. Με την παραπάνω επιλογή ωστόσο να έχει απείρως μεγαλύτερη δραματουργική βαρύτητα από τη μηχανιστική αποκάλυψη της ταυτότητας του δράστη.
Το «Κτήνος» δανείζεται κάτι από τη χάρη και την ατμοσφαιρική τραχύτητα ενός αλησμόνητου ντεμπούτου, του εκπληκτικού «Badlands» του Μάλικ.
Όσο κι αν στο dna του «Κτήνους» εμπεριέχεται το σπέρμα του whodunnit, η λογική του δεν κλειδώνει γύρω από την απάντηση στο μυστήριο των φόνων. Πίσω και πέρα από το είδος του ερωτικά φορτισμένου ψυχολογικού θρίλερ με το οποίο έχει ξεκάθαρες συνδέσεις (ένα καλό κοντινό παράδειγμα είναι ο «Άγνωστος της Λίμνης»), το βρετανικό αυτό φιλμ με την αξιοπρόσεκτη διαδρομή σε κορυφαία διεθνή φεστιβάλ (Τορόντο, Σάντανς κλπ) συναντιέται με το οικογενειακό μελόδραμα όποτε κοιτάζει στις σχέσεις της Μολ με τους δικούς της, ενώ διατηρεί μακρινές συγγένειες με μια ενήλικη εκδοχή του παραμυθιού «Η Πεντάμορφη και το Τέρας».
Πάνω σε αυτόν τον πολυσυλλεκτικό καμβά και χαλαρά εμπνευσμένο από μία σειρά φόνων που είχαν τελεστεί στο Τζέρσεϊ τη δεκαετία του ‘60, το «Κτήνος» ξεχύνεται στο αισθητικά χαρισματικό τοπίο του Αγγλονορμανδικού νησιού την περίοδο του καλοκαιριού, φωτογραφημένο έξοχα από τον Μπέντζαμιν Κράκουν και δανειζόμενο κάτι από τη χάρη και την ατμοσφαρική τραχύτητα ενός αλησμόνητου ντεμπούτου, του εκπληκτικού «Badlands» του Μάλικ. Και ο Πιρς, που προφανώς γνωρίζει καλά τον τόπο όπου μεγάλωσε, οδηγεί τους πολλά υποσχόμενους πρωταγωνιστές του, την Τζέσι Μπάκλεϊ (Μολ) και τον Τζόνι Φλιν (Πασκάλ), να αποτυπώσουν στις εκφράσεις και τα κορμιά τους το πάθος δύο νέων που παρότι προέρχονται από διαφορετικό backround, αμφότεροι παραμένουν ασύμβατοι με τον έξω κόσμο.
Τεράστιο βάρος έχει πέσει στη σκιαγράφηση των δύο ηρώων, η χημεία των οποίων κρίνει σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία της ταινίας. Πράγματι, τόσο η Μολ που εξακολουθεί να κουβαλά ένα ασυνήθιστα βίαιο ξέσπασμα από τα παιδικά της χρόνια όσο και η αινιγματική φιγούρα του Πασκάλ που μοιάζει εξίσου με παρεξηγημένο άγγελο και διάβολο μεταμορφωμένο, μπολιάζουν διαρκώς το «Κτήνος» με μία άκρως γοητευτική απροσδιοριστία.
Η αληθινή μαστοριά, ωστόσο, κρύβεται στην εγκράτεια με την οποία ο σκηνοθέτης επενδύει στο ονειρικό στοιχείο ενός παραμυθιού που αφορά σε έναν έρωτα κόντρα σε όλους και όλα. Από τις λεπτές αλλά γεμάτες υποβόσκουσα ένταση κινήσεις της κάμερας όταν καδράρει τους δύο εραστές μέχρι τη χρήση του φυσικού φωτός και τη διακριτική μουσική επένδυση με την οποία τους πλαισιώνει, ο Πιρς φροντίζει να μην αφήνει σε κανένα σημείο το «όνειρο» του παράφορου έρωτα ήσυχο από την αγωνία μιας θανατηφόρας απειλής και το ενδεχόμενο της ανυπόφορης ενοχής του να αγαπάς και να προστατεύεις ένα πραγματικό τέρας. Ίσως επειδή γνωρίζει ήδη πολύ καλά πως η πιθανότητα μπορεί να γίνει απείρως πιο διαβρωτική από την ίδια την αλήθεια.