Αντίθετα, θαρρεί κανείς, από τη φύση και το είδος της, η ταινία του Τζον Μάντεν («Ερωτευμένος Σαίξπηρ»,«Εξωτικό Ξενοδοχείο Μάριγκολντ») φαίνεται να αποδίδει καλύτερα στις σιωπές. Όταν οι πνιγηροί και πολλές φορές αφύσικοι διάλογοι ανάμεσα στους υπαλλήλους εταιριών άσκησης υπόγειας πολιτικής πίεσης κοπάσουν, όταν το μοναχικό αρπακτικό με το κατάλευκο δέρμα, τα κατακόκκινα χείλη, τις ανηλεείς γόβες-στιλέτο και το παγωμένο, κενό βλέμμα που ακούει στο όνομα Ελίζαμπεθ Σλόαν μείνει μόνη στον καναπέ κάποιας ρεσεψιόν πολυτελούς ξενοδοχείου ή κοιταχτεί στον καθρέφτη του μπάνιου του απρόσωπου διαμερίσματός της, τότε η δυναμική και αμείλικτη προσωπικότητα έρχεται αντιμέτωπη με το ίδιο μείγμα θαυμασμού και φόβου που τρέφει κάθε νεαρός υπάλληλος της για εκείνη. Μόνο που αυτή τη φορά δεν υπάρχει κάποιος άλλος απέναντι της.
Αυτός που διακρίνεται στις στιλπνές αντανακλάσεις των πλέξιγκλας είναι ο ίδιος της ο εαυτός που για μια μικρή στιγμή διχοτομείται, διασπάται ανάμεσα στην παγωμένη επαγγελματία που δεν εκφράζει ποτέ ξεκάθαρα ότι μισεί αυτό που κάνει, και τη γυναίκα που αγοράζει ερωτικές σχέσεις για να μπορεί να «φανταστεί μια ζωή που απέρριψε για χάρη της καριέρας της». Είναι εκείνες η στιγμές που δεν απευθύνονται πουθενά και σε κανέναν (ή μάλλον απευθύνονται ευφυέστατα στο θεατή) στις οποίες μπορείς να νιώσεις, έστω και από απόσταση, ότι η ηρωίδα του Μάντεν είναι αναπόδραστα δυστυχισμένη.
Χωρίς δεύτερη κουβέντα, το βασικό πλεονέκτημα αυτού του σχετικά προβλέψιμου κινηματογραφικού δημιουργήματος είναι η βασική του πρωταγωνίστρια. Η Τζέσικα Τσαστέιν («Στα Χρόνια της Βίας», «Το Δέντρο της Ζωής») ενσαρκώνει την εργασιομανή, γεννημένη νικήτρια Ελίζαμπεθ Σλόαν η οποία εργάζεται ως λομπίστας στην Ουάσιγκτον, επηρεάζοντας έμμεσα κυβερνητικές αποφάσεις. Η ευκολία με την οποία κινείται στις σκιές και η προνοητικότητα που την κάνει να βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά από τον αντίπαλο (αυτό εξάλλου αφηγείται η ίδια ευθέως στην κάμερα με την έναρξη του φιλμ) είναι μοναδική, καθιστώντας το ρητό «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» σε προσωπικό της μάντρα.
Με βασικό της αφηγηματικό εργαλείο το φλας μπακ, η ταινία του Μάντεν μεταπηδά από το παρόν στο παρελθόν, αντιπαραθέτοντας την εξέλιξη μιας ακρόασης στη γερουσία η οποία διερευνά τις ανορθόδοξες μεθόδους της ηρωίδας, με την απόφασή της να υποστηρίξει τoν πολιτικό αγώνα για υπερψήφιση ενός νομοσχεδίου κατά της αλόγιστης οπλοκατοχής στην Αμερική, αντιτιθέμενη στην πρώην εταιρία-μεγαθήριο για την οποία εργαζόταν.
Ο πρωτοεμφανιζόμενος σεναριογράφος Τζόναθαν Περέρα κατασκευάζει ένα στόρι κυρίως βασισμένο σε τετραγωνισμένους διαλόγους που πλαισιώνουν έναν -η αλήθεια είναι- ελαφρώς στερεοτυπικό χαρακτήρα, ο οποίος μοιάζει τελικά να σώζεται κυρίως από την μελαγχολική αύρα που διαποτίζει το βλέμμα της Τσαστέιν σε κάθε κοντινό της κάμερας. Η ηθοποιός δείχνει να είναι η μόνη που έχει καταλάβει ότι ο σταδιακός προσδιορισμός του λιγότερο ανήθικου ως ηθικό που φαίνεται να προωθείται από την αφήγηση και γίνεται πια εμφανέστατος στο αφενός ασφαλές και αφετέρου μοραλιστικό και πολιτικά ορθό φινάλε, μάλλον αποτελεί και το βασικότερο σκηνοθετικό λάθος, κάνοντας ό,τι μπορεί για να μην πέσει στην παγίδα που μοιάζει παράδοξα να της στήνει το ίδιο της το σενάριο. Η Σλόαν σχεδόν σε όλη την αχρείαστα μεγάλη διάρκεια του φιλμ παραμένει ψυχρή και άκαμπτη, διατηρώντας το ανεπαίσθητο χαμόγελο αυτού που τραβάει τις κλωστές κάνοντας τις μαριονέτες να χορεύουν στο ρυθμό που εκείνος ορίζει. Αυτού που βλέπει την απειλή ως ευκαιρία, το παιχνίδι στα όρια ως το απόλυτο διεγερτικό (εκτός ίσως από τα χάπια που καταπίνει με μανία κάθε τόσο) και τον κυνισμό απλά ως μια λέξη που επινοήθηκε σε ένα παιδικό βιβλίο για να υποδηλώσει την έλλειψη αφέλειας.
Η δυναμική περφόρμανς της ηθοποιού -παρότι σε στιγμές δίνει την εντύπωση ότι την κατευθύνει ο ρόλος και όχι το αντίθετο- μαζί με τις υπέροχες μινιμαλιστικές λούπες του σάουντρακ του Μαξ Ρίχτερ, είναι αυτά που τελικά διατηρούν τη συνοχή και το ρυθμό αυτού του σφιχτοδεμένου μεν πολιτικού θρίλερ, το οποίο όμως, αποφασίζοντας αλόγιστα να κάνει μια άτσαλη στροφή, μετασχηματίζεται βαθμιαία σε ένα ηθικοπλαστικό και αναληθοφανές δημιούργημα που υπονομεύει ουσιαστικά τον ίδιο του τον εαυτό.
Παρόλα τα προβλήματά του ωστόσο, μπορεί κανείς να εντοπίσει μέσα σε εκείνες τις ανεπαίσθητες, καθηλωμένες και μοναχικές εκφράσεις της δεσποινίδας Σλόαν την ιδία παραίτηση, την ίδια μάταια θλίψη στα μάτια αυτού που γνωρίζει το αναπόφευκτο, όμοια με το στοιχειωμένο βλέμμα του Ρόμπερντ Ρέντφορντ που κλείνει τις «Τρείς Μέρες του Κόνδορα» του Σίντνεϊ Πόλακ. Και αυτό είναι τελικά που μένει ως επίγευση, προσδίδοντας στη χαμένη κινηματογραφική ευκαιρία του Τζον Μάντεν ένα θετικό πρόσημο.