Δεν προκαλεί εντύπωση γιατί μια ταινία όπως το «La La Land» έχει κατορθώσει να συνεπάρει φέτος μια σεβαστή μερίδα κοινού, κριτικών και ψηφοφόρων στα απανταχού κινηματογραφικά βραβεία. Όπως και η προηγούμενη δημιουργία του Ντέμιαν Σαζέλ, το βιρτουόζικο και γυρισμένο με ορμητική αυτοπεποίθηση «Χωρίς Μέτρο» (όπως βαφτίστηκε στα ελληνικά το «Whiplash»), έτσι και εδώ τα πάντα είναι ζήτημα σκηνοθετικής κυριαρχίας και πατήματος των σωστών συναισθηματικών κουμπιών στον (μέσο) θεατή. Επικαλούμενο, επιπλέον, ένα προσφιλές φιλμικό είδος, όπως είναι οι μιούζικαλ υπερπαραγωγές του κλασικού Χόλιγουντ, το «La La Land» προσθέτει ένα ακόμη ακαταμάχητο στοιχείο στην όλη διαδικασία.
Φωτογραφημένο μέσα σε θεσπέσια παστέλ χρώματα και παραμυθένια σκηνικά που παγιδεύουν μεμιάς το βλέμμα, το φιλμ μοιάζει με το κινηματογραφικό αντίστοιχο ενός λαχταριστού γλυκίσματος. Με δυο φωτογενείς και χαρισματικούς πρωταγωνιστές, απαστράπτουσα τεχνικολόρ παλέτα, φαντασμαγορικά χορευτικά νούμερα και μια ευκόλως αρεστή ιστορία γύρω από τις προσπάθειες δυο ερωτευμένων ρομαντικών να κυνηγήσουν χωρίς συμβιβασμούς τα μεγάλα τους όνειρα, το «La La Land» είναι μια ταινία στην οποία μοιάζει δύσκολο κανείς να αντισταθεί.
Από το εντυπωσιακό εναρκτήριο νούμερο που μετατρέπει έναν θορυβώδη αυτοκινητόδρομο του Λος Άντζελες σε αυτοσχέδια μουσικοχορευτική πίστα μέχρι το ονειρικό και σχεδόν χωρίς λόγια φινάλε, ο Σαζέλ φροντίζει να καταστήσει σαφείς τις εμπνεύσεις και τις λατρευτικές αναφορές του. Στις εικόνες του παρελαύνουν οι μεγαλειώδεις μιούζικαλ εξτραβαγκάντζες του Βιντσέντε Μινέλι (με προεξάρχον το μαγευτικό «Band Wagon» του 1953 και το «Ένα Αστέρι Γεννιέται» του 1953) και του Στάνλεϊ Ντόνεν («Τραγουδώντας στη Βροχή» και «Ένας Αμερικανός στο Παρίσι»), οι μελαγχολικές μουσικοχορευτικές πανδαισίες του Ζακ Ντεμί (όπως οι «Ομπρέλες του Χερβούργου»), οι φινετσάτες αισθηματικές αντιπαραθέσεις των σκρούμπολ κωμωδιών του Χάουαρντ Χοκς και του Πρέστον Στάρτζες. Στα τραγούδια και τις μουσικές του αντηχούν οι τρυφερές και εξαιρετικά καλόγουστες παρτιτούρες του Μισέλ Λεγκράν. Στα πρόσωπα των Γκόσλινγκ και Στόουν, καθρεφτίζονται τα είδωλα του Φρεντ Αστέρ και της Τζίντζερ Ρότζερς, του Τζιν Κέλι και της Σιντ Τσαρίς.
Φωτογραφημένο μέσα σε θεσπέσια παστέλ χρώματα και παραμυθένια σκηνικά που παγιδεύουν μεμιάς το βλέμμα, το φιλμ μοιάζει με το κινηματογραφικό αντίστοιχο ενός λαχταριστού γλυκίσματος.
Σκαλίζοντας αναμνήσεις λαμπρών κινηματογραφικών παρελθόντων, το «La La Land» απευθύνει μια καλοδεχούμενη επίκληση στην ανάγκη συντήρησης και συνέχισής τους, την ίδια ώρα που στα φανταχτερά ντεκόρ του συγκρούονται διαρκώς η φαντασία με την πραγματικότητα, το παλιό με το μοντέρνο και η αναλογική με την ψηφιακή εποχή. Διακαής πόθος του Σαζέλ είναι να αναβιώσει εκείνο ακριβώς το χολιγουντιανό θάμβος που φαίνεται να έχει εκλείψει προ πολλού από την οθόνη, να γαργαλήσει νοσταλγικά τους αθεράπευτους παλιομοδίτες και ταυτόχρονα, με τις αποστομωτικά ελκυστικές εικόνες του, να κερδίσει ένα νεαρότερο κοινό.
Επειδή, όμως, ο Σαζέλ είναι ένας προικισμένος μα και πανούργος σκηνοθέτης, με τις ταχυδακτυλουργίες της κάμεράς του αποπειράται να καλύψει και όσες από τις ξεκάθαρες αδυναμίες προδίδει ως σεναριογράφος. Στη μέχρι τώρα ιστορία των μιούζικαλ, το δραματουργικό βάρος και το αφηγηματικό βάθος ουδέποτε υπήρξαν, φυσικά, ζητούμενο, αρκεί το υπόλοιπο φιλμ να ασκούσε στην εντέλεια τα μαγικά του. Αν κοιτάξει, όμως, κανείς πίσω από τις αστραφτερές επιφάνειες του «La La Land», δεν συναντά μόνο μια απλοϊκά γραμμένη πλοκή, αλλά και πλείστες σεναριακές ατσαλιές.
Όλοι οι περιφερειακοί χαρακτήρες του φιλμ, αν μπορεί κανείς να τους ονομάσει έτσι, μοιάζουν με ανθρώπινες διακοσμήσεις, οι δυο βασικοί ήρωες παραμένουν απογοητευτικά δισδιάστατοι, δεν έχουν καμία υπόσταση και κανένα υπόβαθρο πέρα από τις πολύ συγκεκριμένες απαιτήσεις που τους θέτει το σενάριο, ενώ όποτε ο Σαζέλ επιχειρεί να γεννήσει δραματική ένταση, όπως συμβαίνει στη σκηνή του καβγά ανάμεσα στο ζεύγος, το αποτέλεσμα φαντάζει εκβιασμένο και ελάχιστα αληθοφανές.
Οι πραγματικές αρετές του «La La Land» βρίσκονται, παρ' όλα αυτά, στον τομέα της έκθεσης και της επίδειξης: από τη μαγνητική παρουσία των δυο πρωταγωνιστών και την εκθαμβωτική δουλειά της καλλιτεχνικής διεύθυνσης και της φωτογραφίας μέχρι τον τρόπο που ο Σαζέλ φιλμάρει σκηνικά και σώματα, σαν να βρίσκεται υπό την επήρεια της πιο γλυκιάς μέθης, ολόκληρη η ταινία είναι σχεδιασμένη και προβαρισμένη στην εντέλεια, απαράμιλλα εκτελεσμένη, ακριβής και αλάνθαστα μιμητική στις αναφορές της και αξιαγάπητα συναισθηματική. Της λείπει, ωστόσο, η προσωπικότητα και εκείνη η απαράμιλλη αίσθηση δέους και εκστατικής χαράς που εξέπεμπαν τα μιούζικαλ της χρυσής εποχής. Ίσως επειδή ο Σαζέλ επιχειρεί να τα αναβιώσει όχι με αυθόρμητο, αλλά με προγραμματισμένο τρόπο.