Μια λέξη που όλο και περισσότερο λησμονεί τελευταία το μοντέρνο σινεμά είναι η ταπεινότητα κι αυτό μοιάζει πραγματικό κρίμα γιατί η γνώση της αποτελεί ένα από τα θεμέλια του να κάνεις σημαντική τέχνη. Η ταπεινότητα προϋποθέτει ως επί το πλείστον να μετριάσεις το εγώ σου, να μην υπερτιμάς τον εαυτό σου, να εμπιστευτείς τη δύναμη της ιστορίας που βάλθηκες να διηγηθείς και να αφήσεις τους συνεργάτες σου να υπηρετήσουν το όραμά σου προσθέτοντας ελεύθερα και κάτι δικό τους μέσα σε αυτό.
Κάτι τέτοιο αποπειράθηκε η Γκρέτα Γκέργουιγκ στην πρώτη σκηνοθετική και ξεκάθαρα αυτοβιογραφική της δουλειά. Είχε προηγηθεί ασφαλώς η σεναριακή συνεργασία της με τον Νόα Μπάουμπαχ στο αφοπλιστικό «Frances Ha» του 2012 (και αργότερα στο κατώτερο «Mistress America»), μια ταινία που όπως αποδεικνύεται τώρα ανήκε περισσότερο σε εκείνη παρά στον σκηνοθέτη της. Γιατί αν το εγκεφαλικό και ενίοτε υπεροπτικό σινεμά του Νόα Μπάουμπαχ κέρδιζε κάτι από το ταμπεραμέντο της Γκέργουιγκ, αυτό ήταν μια σεμνότητα και μια τρυφερότητα που φάνηκε να απουσιάζουν από κάθε προηγούμενη ταινία του.
Η ίδια τρυφερότητα πρωταγωνιστεί σε κάθε πλάνο, χαρακτήρα και ιδέα του «Lady Bird», μιας κατ’ επίφασιν απλής και μετριοπαθούς νεανικής δημιουργίας που δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, ούτε ακριβώς φέρει τις προδιαγραφές μιας φιλόδοξης ταινίας καθώς μοιάζει να παραλλάσσει ένα αφηγηματικό μοτίβο το οποίο έχει προϋπάρξει στο σινεμά, σε αμέτρητες περιπτώσεις.
Πίσω από κάθε οικεία σκηνή του φιλμ, ωστόσο, πίσω από το συνειδησιακό ταξίδι της ηρωίδας από τις πολύβουες αίθουσες του σχολείου της και την προαστιακή ρουτίνα της πόλης της κατευθείαν στην αυτογνωσία και την εξερεύνηση ενός ευρύτερου κόσμου, πίσω από τις συναισθηματικές μεταπτώσεις ή τις ρομαντικές ελπίδες και διαψεύσεις της, υπάρχει κάτι περισσότερο: μια εμπεδωμένη αντίληψη της αληθινής ζωής που μεταφράζει οτιδήποτε καταλήγει στην οθόνη σε κάτι απόλυτα ειλικρινές, αφαιρώντας του προηγουμένως καθετί περιττό ή ψεύτικο.
Οποιοσδήποτε θεατής ανεξαιρέτως ηλικίας μπορεί να παρακολουθήσει το φιλμ, να το εισπράξει συναισθηματικά και να το απολαύσει, αρκεί να εκτιμήσει τις ταπεινές του προθέσεις και τη μεγάλη του καρδιά.
Έτσι, για κάθε αισθηματική και υπαρξιακή δοκιμασία της ηρωίδας, σε όλη τη διάρκεια του ψυχολογικού rollercoaster στο οποίο επιβαίνει κατά τη διάρκεια μιας ολόκληρης σχολικής χρονιάς, της τελευταίας και πιο καθοριστικής για τη νεαρή της ζωή, η Γκέργουιγκ φροντίζει να αποκαλύψει και ένα κομμάτι από τις δικές της εμπειρίες, το οποίο συμπίπτει μαγικά με αντίστοιχα κομμάτια από την πραγματικότητα καθενός θεατή-και το «Lady Bird» ανήκει στο σπάνιο είδος ταινίας για την οποία δεν υπάρχει συγκεκριμένος ηλικιακός προσδιορισμός: οποιοσδήποτε ανεξαιρέτως ηλικίας μπορεί να παρακολουθήσει το φιλμ, να το εισπράξει συναισθηματικά και να το απολαύσει, αρκεί να εκτιμήσει τις ταπεινές του προθέσεις και τη μεγάλη του καρδιά.
Σε μια χρονιά όπου αρκετές ταινίες έκριναν σωστό να χειραγωγήσουν αλαζονικά το κοινό τους μέσω της μεγαλοστομίας και της υπερβολής, ισοπεδώνοντας κάθε έννοια λεπτότητας στο διάβα τους, με τρανότερο παράδειγμα ίσως το αυτάρεσκο και γκροτέσκο «Τρεις Πινακίδες Έξω από το Έμπινγκ στο Μιζούρι», είναι ανακουφιστικό που η 34χρονη Γκέργουιγκ έρχεται να υπερασπιστεί εκ νέου την απλότητα και την διακριτική αποτύπωση ενός συλλογικού βιώματος μέσα από μια διήγηση τόσο απροσποίητη που μοιάζει λες και προκύπτει οργανικά. Όχι βάσει προμελετημένης σεναριακής γραφής αλλά μέσα από τους διαλόγους, την προσεκτική παρατήρηση της καθημερινότητας και τις πανέμορφες ερμηνείες (με κορυφαία την δίκαια υποψήφια για Όσκαρ Λόρι Μέτκαλφ, η οποία είναι θαυμάσια στο ρόλο της μητέρας).
Μετατρέποντας τη λιτότητα σε πυξίδα της, η Γκέργουιγκ κατορθώνει να αναπαραστήσει τη διαδικασία της ενηλικίωσης με όρους προσωπικούς όσο και ταξικούς, μέσα από μια γλυκόπικρη κατανόηση των σύνθετων κωδίκων που διέπουν σχέσεις, φιλίες, οικογένειες και εμπειρίες: αυτές τις εμπειρίες που μοιάζουν πότε με μικρές απώλειες και πότε με πολύτιμα εφόδια στο αναπόφευκτο τέλος της εφηβείας και το απότομο ξύπνημα στον κόσμο των μεγάλων.