Ανατρέποντας συμβάσεις, αφηγηματικούς κανόνες και στιλιστικά στερεότυπα στην πρώτη του κινηματογραφική απόπειρα, ο καταξιωμένος θεατρικός σκηνοθέτης Γουίλιαμ Όλτροϊντ, βασισμένος στη νουβέλα που έγραψε ο Νικολάι Λεσκόφ το 1965 με τίτλο «Λαίδη Μακμπέθ του Μτσενσκ» (η οποία με τη σειρά της αποτέλεσε τη βάση της περίφημης «αιρετικής» όπερας του Σοστακόβιτς του 1934, που εξόργισε τον Στάλιν και λογοκρίθηκε άγρια λόγω του σεξουαλικού της περιεχομένου), μεταφέρει την πλοκή της ταινίας του από τη Ρωσία στην αγροτική βόρεια Αγγλία του 19ου αιώνα, κινηματογραφώντας με άκαμπτη στιλπνότητα, απρόσμενη στιβαρότητα και αξιοσημείωτη ανάπτυξη χαρακτήρα μια γυναίκα-θύμα των κοινωνικών συνθηκών που τολμά να διεκδικήσει το δικαίωμα στην ηδονή, αντιστεκόμενη στην τυραννικά φαλλοκρατική, μπουρζουά πραγματικότητα του έγγαμου βίου.
Πνιγμένη μέσα στους στενούς κορσέδες, τους γυμνούς τοίχους, τις εκκωφαντικές σιωπές και την επίπλαστη ευγένεια η Κάθριν, η νεαρή σύζυγος-τρόπαιο ενός πλούσιου, άβουλου άνδρα με τα διπλά της χρόνια, μοιάζει αιχμάλωτη σε έναν κόσμο χωρίς ζεστασιά, χωρίς απόλαυση, ζώντας το σιωπηλό βασανιστήριο μιας καλογυαλισμένης κούκλας με την οποία δεν παίζει κανείς. Ο Όλτροϊντ απαθανατίζει την σχεδόν ταφική καταδίκη της με σταθερές λήψεις απίθανης συμμετρίας και ισορροπίας, αποτυπώνοντας μια εικόνα σχεδόν μανιακής τάξης, στην οποία το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας του απρόσωπου Βικτωριανού οικήματος μοιάζει να γίνεται το κάδρο που πλαισιώνει την κατεσταλμένη δυσαρέσκειά της.
Η αγαλμάτινη σιγή σταδιακά αρχίζει να μετατρέπεται σε βροντερό κρότο και η υποτελής σεμνότητα σε βίαιο πάθος, όταν ο Σεμπάστιαν, νεαρός εργάτης του σπιτιού, της κεντρίσει το ενδιαφέρον. Το εκρηκτικό μείγμα τoυ αβάσταχτου πόθου, της ερωτικής φαντασίωσης, αλλά και της εξεγερμένης ψυχής της ηρωίδας, θα βάψει τους καταπράσινους λόφους και τους θαλασσοδαρμένους γκρεμούς της βρετανικής υπαίθρου με το χρώμα μιας μανιασμένης εκδίκησης, καθώς το άτυπο δράμα εποχής θα πάρει μια σκοτεινή και αμφίσημη στροφή, αντηχώντας έμμεσα ακόμη και το «καταραμένο» έργο του Σέξπιρ, από το οποίο το μυθιστόρημα του Λεσκόφ ξεκάθαρα εμπνεύστηκε.
Το μινιμαλιστικό δράμα του Όλτροϊντ προσεγγίζει την εσωτερική σύγκρουση της (αντι)ηρωίδας του με μοντέρνα διάθεση και σαφήνεια στην αφηγηματική ματιά, καταθέτοντας ηχηρά καλλιτεχνικά διαπιστευτήρια.
Ο Όλτροϊντ σκηνοθετεί ανατρεπτικά την κορύφωση μιας καταπιεσμένης σεξουαλικότητας, ενσταλάζοντας στην αφήγηση στοιχεία κακοποίησης, βίας, κοινωνικής τάξης και φυλετικής διάκρισης, με την τελευταία να υποβόσκει έξυπνα στο παρασκήνιο της ιστορίας, παίζοντας εμφατικά το ρόλο της (η Άννα, υπηρέτρια της έπαυλης αλλά και ο ίδιος ο Σεμπάστιαν είναι μαύροι), ωστόσο μη βγαίνοντας ποτέ ξεκάθαρα στο φως. Αρωγός (ή καλύτερα απόλυτος πρωταγωνιστής) σε αυτήν την κινηματογραφική αποτύπωση της άγριας όψης του ανθρώπινου συναισθήματος, στέκεται η συνταρακτική ερμηνεία της 19χρονης Φλόρενς Πίου, η οποία μέσα στην αδιατάρακτη μεγαλοπρέπεια της «θολής» ομορφιάς της γοητεύει επιβλητικά, αντανακλώντας τη σταδιακή, υπόγεια και απειλητική μεταμόρφωση της «Λαίδης Μακμπεθ», καθώς ο σαρκικός της πόθος αντικαθίσταται από μια άσβεστη δίψα για αίμα και συναισθηματική δικαίωση, κάτω από το βάρος της αβάσταχτης καταπίεσης ενός αιώνιου σεξιστικού μαρτυρίου.
«Δεν έχεις ιδέα της ζημιάς που μπορείς να προξενήσεις» ακούγεται να επιπλήττει την πρωταγωνίστρια κάποια στιγμή ο εξουσιαστικός πεθερός της, λίγο πριν η ίδια του αποδείξει γλαφυρά το αντίθετο. Στην πραγματικότητα, η «Λαίδη Μακμπέθ» μοιάζει να ξέρει πολύ καλά τι κάνει, ισορροπώντας αριστοτεχνικά ανάμεσα στη συμβολική πράξη μιας βαθιάς και λυτρωτικής προσωπικής εξέγερσης και στη σταδιακή βύθιση που γεννά η αυτοκαταστροφική λαγνεία και η έμμονη χειραγώγηση των άλλων στο χορό των παθών της.
Δέσμια λοιπόν της πατριαρχίας ή απλά μια μανιακή παράφρων ντυμένη με ένα εντυπωσιακό λαμπερό μπλε φόρεμα που σιγά σιγά παίρνει τις αποχρώσεις του μαύρου; Όπως και να χει, το μινιμαλιστικό δράμα του Όλτροϊντ προσεγγίζει την εσωτερική σύγκρουση της (αντι)ηρωίδας του, όπως και την ακόρεστη δίψα της για ελευθερία και χειραφέτηση με μοντέρνα διάθεση και σαφήνεια στην αφηγηματική ματιά, καταθέτοντας ηχηρά καλλιτεχνικά διαπιστευτήρια και μετατρέποντας ένα δράμα εποχής σε μια σπουδαία φεμινιστική παραβολή που υπερβαίνει τη λογοτεχνική πρώτη ύλη της ή τη Βικτωριανή της καταβολή.