Τόπος, μια απροσδιόριστη αφρικανική χώρα σε εμφύλιο πόλεμο. Χρόνος, το σήμερα. Σε έναν τόπο που «καλεί» σε βοήθεια, ο Ζακ Αρνό (ο βραβευμένος στις Κάννες Βενσάν Λιντόν για το «Νόμο της Αγοράς»), επικεφαλής της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης Move for Kids, ηγείται μιας αποστολής που (τυπικά) σκοπό έχει να ανακουφίσει τα ρημαγμένα από τον πόλεμο παιδιά. Γιατί στην πραγματικότητα, αυτό που η συγκεκριμένη ΜΚΟ σκοπεύει να κάνει είναι να οργανώσει κρυφά τη μεταφορά 300 παιδιών ηλικίας ως 5 ετών στη Γαλλία, προκειμένου να σωθούν από τον εμφύλιο και να δοθούν για υιοθεσία σε οικογένειες Γάλλων. Οι προθέσεις αγαθές, οι πρακτικές συζητήσιμες (το λιγότερο) και χωρίς καμία νομική ή πολιτική κάλυψη που να διασφαλίζει την επιτυχία του εγχειρήματος και φυσικά την ασφάλεια των παιδιών.
Οι «Λευκοί Ιππότες» του Γιοακίμ Λαφός εμπνέονται από την υπόθεση της ΜΚΟ Zoe’s Arc, τα μέλη της οποίας συνελήφθησαν το 2007 προσπαθώντας να μεταφέρουν παράνομα από το Τσαντ στη Γαλλία ορφανά με σκοπό να υιοθετηθούν από Γάλλους. Και με αφορμή μια αληθινή ιστορία, αλλά και τις κατά καιρούς σκιές που βαραίνουν τις αυθαίρετες ή ύποπτες πρακτικές ορισμένων ΜΚΟ στο όνομα της ανθρωπιστικής δράσης, ο Βέλγος δημιουργός των «Πέρα από τη Λογική» (2012) και «Nue propriété» (2006) αποδεικνύει για άλλη μια φορά την λεπτή του οξυδέρκεια να αναδεικνύει τις μεταιχμιακές καταστάσεις που άπτονται της ηθικής, του δυσδιάκριτου διαχωρισμού μεταξύ καλού και κακού. Από το περίφημο «ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με αγαθές προθέσεις» μέχρι τον διάβολο που «κρύβεται στις λεπτομέρειες», οι «Λευκοί Ιππότες» καταπιάνονται με τα ουσιαστικά και μεταφορικά με τα αδιέξοδα που ενδεχομένως ανακύπτουν σε περιπτώσεις όπου ο υποκειμενισμός της ηθικής του καθενός έρχεται να λειτουργήσει αυτόκλητα.
Αν έμενε μόνο στο παραπάνω statement, ωστόσο, το φιλμ του Λαφός θα ήταν στην αναγωγή του μια στείρα αντιδραστική δήλωση απέναντι σε οποιαδήποτε εκτός νόμων, νόρμας και πλαισίου πρωτοβουλία που θα εκκινούσε με καλές προθέσεις για κάποιο υψηλό σκοπό. Αντιθέτως, ο Βέλγος έχει την υπομονή και την ωριμότητα να αφήσει την ιστορία του να ξεδιπλωθεί, θέτοντας μονάχα ερωτήματα και ποτέ πρόχειρες απαντήσεις πάνω στο δίκαιο ή άδικο των πράξεων και των κινήτρων.
Με βασικό φορέα τον Λιντόν που παίρνει με μοναδική εσωτερικευμένη ένταση πάνω του το ρόλο του αμφιλεγόμενου πατριάρχη της όλης πρωτοβουλίας, ένα πλούσιο σε ταλέντο καστ να τον πλαισιώνει (βλ. Λουίζ Μπουργκουάν, Ρεντά Κατέμπ), και βέβαια τη Βαλερί Ντονζελί στον κομβικό για τον πλουραλισμό ηθικών διαστρωματώσεων της ταινίας ρόλο της δημοσιογράφου η οποία συμπορεύεται με την αποστολή της ΜΚΟ καταγράφοντας το έργο και την καθημερινότητά της, οι «Λευκοί Ιππότες» παραθέτουν όλη τη βασανιστική αμφισημία που διέπει την επικρατούσα λογική του ανεπτυγμένου δυτικού κόσμου έναντι στις οδύνες του λεγόμενου «τρίτου» (εναλλακτικά «αναπτυσσόμενου»).
Σύγχρονοι σταυροφόροι, ιππότες της υψηλής ιδέας του ανθρωπισμού και κομιστές λύσεων με χαρακτήρα αυτοθυσίας ως απάντηση στα δεινά που ως επί το πλείστον εντοπίζονται από τα μακρινά χρόνια της αποικιοκρατίας μέχρι σήμερα, οι «Λευκοί Ιππότες» κουβαλούν από τον τίτλο τους ακόμα μία αυτονόητη σχεδόν ειρωνεία. Προσοχή όμως, γιατί κάθε άλλο παρά βέβαιο δεν είναι πως ο Λαφός δε βλέπει με ανάλογη συμπάθεια τους «Ιππότες» του με τους ρημαγμένους από τον πόλεμο ντόπιους. Μήπως είναι τελικά και οι πρώτοι υπό μίαν έννοια θύματα της απελπισίας απέναντι στο άδικο, του θυμού έναντι στη διεθνή απραξία και της διαχρονικής ενοχής που κουβαλούν ως ευαίσθητοι «δυτικοί»;
Δεν είναι λίγες οι σκηνές στην ταινία όπου το σωστό και το λάθος ερμηνεύονται κατά το δοκούν από τους πρωταγωνιστές, εστιάζοντας μονάχα στον τελικό στόχο (τη σωτηρία των παιδιών) με τη λογική του σκοπού που αγιάζει τα μέσα. Ούτε, φυσικά, εκείνες όπου τα μέλη της ΜΚΟ δείχνουν διάθεση αυτοθυσίας, η αυθεντικότητα της οποίας μοιάζει δύσκολο να αμφισβητηθεί. Όμως ποιος αποφασίζει ποια παιδιά θα σωθούν; Οι ίδιοι της ΜΚΟ που θέτουν πλαφόν την ηλικία των 5 προκειμένου να έχει ρεαλιστικές πιθανότητες η ενσωμάτωση του υιοθετημένου τέκνου στις ανάδοχες οικογένειες; Ή μήπως οι φύλαρχοι των αφρικανικών χωριών που βλέπουν από τη μία το χρήμα της οργάνωσης να ρέει προς το μέρος τους και από την άλλη να παραμένουν αυτονόητα επιφυλακτικοί; Πρόκειται ίσως για μία ανθρωπιστική «πώληση» σωτηρίας, ή μια ευγενής κίνηση για να καμφθούν αντιστάσεις μέσω της κοινά αποδεκτής γλώσσας του χρήματος; Και εν τέλει, τι συνιστά σωτηρία για τα θύματα ενός πολέμου σαν και αυτόν που αποτυπώνεται στην ταινία και που όμοιοί του διαχρονικά ρημάζουν την Αφρική. Και πολύ περισσότερο, ποιος προσπαθεί να σώσει, ποιος να σωθεί και από τι ακριβώς;
Ερωτήματα σαν τα παραπάνω βομβαρδίζουν με τον πλέον διεγερτικό τρόπο το θυμικό και τη λογική όποιου σταθεί απέναντι στους «Λευκούς Ιππότες». Μαζί με ένα ίσως τελευταίο και πιθανώς σκληρότερο απ’ όλα: θα ήταν διαφορετική η στάση μας απέναντι στα γεγονότα αν η έκβαση της όλης επιχείρησης ήταν άλλη;