Λόγκαν

Ο σκηνοθέτης του «Γούλβεριν» Τζέιμς Μάνγκολντ αναλαμβάνει να μας οδηγήσει για μία τελευταία φορά στα σκοτεινά και αιματοβαμμένα μονοπάτια ενός από τους πλέον αγαπημένους, αλλά και ενδιαφέροντες χαρακτήρες του σύμπαντος της Μάρβελ, μέσω του αδιαμφισβήτητα πιο συγκινητικού επεισοδίου της σειράς.

Elle 01 Μαρ. 17
Λόγκαν

«Μια περιπέτεια που δεν έχει genre, μια ταινία που δεν θέλαμε να μοιάζει σαν καμία άλλη. Ένα φιλμ μου ερευνά την ιδέα του πόνου και του θανάτου». Αυτές ήταν κάποιες από τις φράσεις που χρησιμοποίησε ο ίδιος ο σκηνοθέτης Τζέιμς Μάνγκολντ («Walk The Line», «Γούλβεριν», «Το Τελευταίο Τρένο για τη Γιούμα») για να σχολιάσει το τελευταίο super-hero δημιούργημά του που προβλήθηκε για πρώτη φορά, έκτος του Διαγωνιστικού Προγράμματος, στο φετινό 67ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου.

Στην πραγματικότητα, η περιγραφή του μοιάζει τουλάχιστον ακριβής, αφού -ήδη από την κινηματογραφική της εισαγωγή- λίγα πράγματα είναι αυτά που απομένουν για να θυμίζουν τη στιλπνή, σχεδόν ανέπαφη τελειότητα των παραφουσκωμένων και ντυμένων με στολές από σφιχτό λάτεξ υπερηρώων, τους οποίους ούτε ό εχθρός, αλλά ούτε και ο χρόνος μπορεί να αγγίξει. Εδώ οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Τα σημάδια από το πέρασμα του χρόνου είναι κάτι παραπάνω από εμφανή. Και ακόμη κι αν το σώμα έχει την ικανότητα της αυτοΐασης, το μυαλό κατορθώνει να σε κάνει να «αρρωσταίνεις από μέσα». Η μοναξιά και ο πόνος της απώλειας είναι συναισθήματα αλύτρωτα, και η βια εξακολουθεί να κάνει τον κύκλο της που όμως εξελίσσεται σε σπείρα που στενεύει σε κάθε στροφή όλο και περισσότερο, μετατρέποντας την αναπνοή σε ζωώδες μουγκρητό.

«Η βια φέρνει θάνατο. Δεν καθρεφτίζει κάποιου είδους παιχνίδι. Ο θάνατος είναι κάτι εσχατολογικό, φέρνει συντέλεια. Δεν υπάρχει τίποτε μετά από αυτό» συνεχίζει ο σκηνοθέτης. Ο σκονισμένος και λεκιασμένος, θαρρείς από μια κιτρινωπή απόχρωση, κόσμος του «Λόγκαν», αναδίδει θάνατο και απόγνωση. Εναλλάσσοντας σκηνές που αποτίουν φόρους τιμής σε γνωστά κινηματογραφικά ήδη, όπως το γουέστερν (εμφατική η σεκάνς του ξενοδοχείου οπού η τηλεόραση παίζει το γνωστό τεκνικολόρ φιλμ του Τζορτζ Στίβενς «Σέιν», του 1953) το road movie και το αστυνομικό φιλμ καταδίωξης, ο Αμερικάνος δημιουργός συνδέει κυρίως μνήμες ενός σχεδόν ξεχασμένου παρελθόντος με ένα παρόν που δεν θα μπορούσε να αποτυπώνεται πιο δυσοίωνο.

Οι περισσότεροι μεταλλαγμένοι έχουν πεθάνει ή εξαφανιστεί εδώ και 25 χρόνια, και ο εναπομείνας Λόγκαν/Γούλβεριν (Χιού Τζάκμαν) δουλεύει ως επαγγελματίας οδηγός, συντηρώντας τον σχεδόν ενενηντάχρονο καθηγητή Τσάρλς Εξέβιερ (για μία ακόμη φορά συγκλονιστικός ο Σερ Πατρίκ Στιούαρτ), ο οποίος συνιστά μια ανθρώπινη πυρηνική βόμβα, καθώς ο «πιο σπουδαίος εγκέφαλος του κόσμου» πάσχει τώρα πια από μια βαριά εκφυλιστική εγκεφαλική ασθένεια που πυροδοτεί αδιάκοπες κρίσεις. Η επισφαλής ισορροπία της κρυμμένης από τον υπόλοιπο κόσμο καθημερινότητας έρχεται να ανατραπεί, όταν μια μικρή μεταλλαγμένη, η Λάουρα (αποκάλυψη η Ντάφνι Κίν, ή αλλιώς το «μικρό χοροπηδηχτό πουλάκι» όπως την χαρακτήρισε σχεδόν πατρικά ο Τζάκμαν στη συνέντευξη) θα μπει απρόσκλητα στη ζωή τους, κυνηγημένη από σκοτεινές δυνάμεις που συνδέονται μοιραία με γνώριμα γεγονότα του παρελθόντος. Μόνο που οι ένδοξες μέρες των X-Men έχουν περάσει χωρίς γυρισμό και η μοναδική ελπίδα για σωτηρία μοιάζει πλέον να βρίσκεται στη φυγή.

Παρότι το σενάριο αποδεικνύεται αρκετά απλοϊκό, δίχως περίτεχνες αφηγηματικές διακλαδώσεις και τολμηρές παρεκκλίσεις, αυτό δεν μοιάζει να ενοχλεί ιδιαίτερα, γιατί οι οποιεσδήποτε αστοχίες και συμβάσεις υπερκαλύπτονται από τη μεγάλη του συναισθηματική πρόσκρουση. Δύσκολα πρόκειται να υπάρξει άλλο super hero movie που θα μπορέσει να μιλήσει τόσο βαθιά στην ψυχή, όσο το συγκεκριμένο φιλμ. Η νοσταλγία διαδέχεται το βίαιο θυμό (οι αλληλουχίες της μάχης θυμίζουν κάτι από τα λουτρά αίματος των ταινιών του Σαμ Πέκιμπα) και αυτός με τη σειρά του δίνει τη θέση του σε μικρές κινήσεις ανθρωπιάς και τρυφερότητας, με την πολύ μικρή σκηνή όπου ο τσακισμένος Λόγκαν μεταφέρει στα χέρια του τον υπερήλικα και παροπλισμένο πρώην καθηγητή να αντηχεί μια τόσο γήινη ευαισθησία που υπερβαίνει τα όρια της στουντιακής καταβολής της ταινίας.

Μια λιγότερο mainstream αντιμετώπιση, που είναι επίσης αισθητή και σε ένα δεύτερο, πιο αναφορικό επίπεδο, το οποίο φανερώνει μια σαφή κοινωνική και πολιτική απόχρωση που αντανακλάται, αφενός στην καπιταλιστική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και των «ξεχωριστών» ταλέντων των μεταλλαγμένων, και αφετέρου στον ξεκάθαρο αφηγηματικό υπαινιγμό πάνω στο προσφυγικό ζήτημα, ανανεώνοντας ταυτόχρονα τη βασική θεματολογίας του κόσμου των X-Men που τους θέλει διαχωρισμένους, παρείσακτους και πολλές φορές κατατρεγμένους. Κανείς βεβαίως δεν υποστηρίζει ότι το «Λόγκαν» δεν πάσχει από συγκεκριμένες -κυρίως σεναριακές- αδυναμίες. Όπως επίσης μοιάζει πολύ εύκολο να αντιληφθείς κάτω από ποιους νοηματικούς άξονες αναπτύσσεται και τι είδους κορύφωση πρόκειται να περιμένεις στο φινάλε του.

Σε τελική ανάλυση όμως, όλα αυτά δείχνουν να μην έχουν και ιδιαίτερη σημασία. Είτε το εκλάβεις ως ένα σχεδόν αγροτικό οικογενειακό δράμα, είτε ως μια περιπέτεια δράσης βουτηγμένη στο αίμα και το σκοτάδι, η νέα ταινία του Μάγκολντ έχει ήδη κερδίσει το στοίχημα, χάρη στο ωμό της συναίσθημα που αφήνει βαθιές ουλές (όμοιες με αυτές που γεμίζουν ανάγλυφα το σώμα του ήρωα) σε κουρασμένα πρόσωπα, σε γερασμένα χέρια και σε ήδη αθεράπευτα πληγωμένες ψυχές. Το αποχαιρετιστήριο φιλμ του «άθραυστου» ήρωα της Μάρβελ (είναι εδώ και καιρό γνωστό ότι πρόκειται για την τελευταία ταινία με τους Τζάκμαν και Στιούαρτ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους) υπογράφει τον εμφατικό επίλογο μιας ιστορίας σφοδρής και βίαιης τρυφερότητας. Ενός γλυκά θλιμμένου παραμυθιού, που πρέπει να δεις για να μάθεις τελικά αν έχει καλό ή κακό τέλος.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT