Ο Γερμανός εικαστικός Γιούλιαν Ρόζεφελντ σκηνοθετεί την Κέιτ Μπλάνσετ σε 13 διαφορετικούς ρόλους, καθένας εκ των οποίων αντιπροσωπεύει κάποιο από τα μεγάλα καλλιτεχνικά ρεύματα και μανιφέστα του 20ου αιώνα: φουτουρισμός, ντανταϊσμός, pop art, αφηρημένος εξπρεσιονισμός, δόγμα 95, fluxus, εννοιολογική τέχνη κλπ, περνούν μέσα από τη μορφή, τις σκέψεις και τα λόγια ενός άστεγου, μιας εργαζόμενης μητέρας, μιας χρηματίστριας, μιας δασκάλας, μιας χορογράφου, μιας εργάτριας ή μιας παρουσιάστριας της τηλεόρασης.
Τι είναι όμως πραγματικά το «Μανιφέστο» του Ρόζεφελντ, που πριν πάρει την παρούσα μορφή που πρωτοπροβλήθηκε στο Σάντανς και γνωρίσαμε στις Νύχτες Πρεμιέρας, υπήρξε μία σειρά από 13 διαφορετικά βίντεο installation; Όλα ξεκινούν με τον ορισμό της έννοιας Μανιφέστο (δημόσια διακήρυξη πολιτικής και στόχων από ένα κόμμα, μια ομάδα ή ένα άτομο), πριν τη σκυτάλη πάρει το δυναμικό λεκτικό μπάσιμο της Μπλάνσετ σε εκτός κάδρου αφήγηση, το οποίο καταλήγει στην εκ προοιμίου μάταιη προσδοκία του να «βάλει κανείς σε τάξη το χάος που συνθέτει αυτή την άπειρη, άμορφη παραλλαγή που λέγεται άνθρωπος». Αμέσως μετά, ακολουθεί μια γρήγορη εναλλαγή όλων των μεταμορφώσεων της Μπλάνσετ που θα περάσουν από μπροστά μας, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται κάρτες με ονόματα καλλιτεχνών, φιλοσόφων και διανοητών, καθώς επίσης διάφορα, γκονταρικής υφής τσιτάτα (όλη η σύγχρονη τέχνη είναι πλαστή, τίποτα δεν είναι πρωτότυπο).
…κάθε πλάνο της ταινίας το διακρίνει ένα self-awareness σημαντικότητας που δεν επιτρέπει πάντα στο θεατή να αφεθεί στους διαδρόμους της συλλογιστικής της.
Ομολογουμένως, το ξεκίνημα προϊδεάζει για μία διανοητική περιήγηση περί του τι είναι η ζωή, τι είναι η τέχνη, η πρόοδος, ο καπιταλισμός, ο ίδιος ο άνθρωπος. Και υπό μία έννοια, το «Μανιφέστο» όντως μοιάζει με έναν διαμερισματοποιημένο μηχανισμό πυροδότησης σκέψεων πάνω στα ερωτήματα αυτά (πάντα με άξονα την τέχνη φυσικά), για τα οποία, αν πρέπει να αναζητήσουμε μια ιδεολογική φόρτιση, ίσως τη βρούμε στην κατεύθυνση μιας προβοκατόρικης, αποδομητικής στάσης απέναντι στο σύγχρονο ρόλο της τέχνης και του καλλιτέχνη. Εν ολίγοις, έχουμε να κάνουμε με ένα αγριεμένο, κινηματογραφημένο «Μανιφέστο» πάνω στο ρόλο της τέχνης και την ευθύνη του καλλιτέχνη απέναντι στον άνθρωπο και την κοινωνία.
Για κάποιους, το όλο εγχείρημα μπορεί να φανεί ένα εκτενές εικαστικό τσιτάτο, βγαλμένο απ’ το μυαλό ενός δημιουργού που γυρεύει το κινηματογραφικό magnum opus του. Ίσως σε αυτό να συνηγορεί το γεγονός πως κάθε πλάνο της ταινίας το διακρίνει ένα self-awareness σημαντικότητας που δεν επιτρέπει πάντα στο θεατή να αφεθεί στους διαδρόμους της συλλογιστικής της. Του «φωνάζει», με μια κάποια αυταρέσκεια είναι η αλήθεια, πως είναι κάτι το σημαντικό, κάτι που απαιτεί προσοχή, και αυτό ίσως να προκαλέσει έναν ανεπιθύμητο «θόρυβο» σε μερίδα του κοινού. Από αυτή την παρενέργεια ωστόσο της ενίοτε εξαντλητικής διαλεκτικής τακτικής που υιοθετεί η ταινία, οφείλουμε να εξαιρέσουμε τις φορές όπου η Μπλάνσετ σπάει τον λεγόμενο τέταρτο τοίχο. (Αλίμονο αν αυτό δεν το επιχειρούσε μια ταινία που λέγεται «Μανιφέστο»!)
Από την άλλη, στο «Μανιφέστο» έχει κανείς την ευκαιρία να εκτεθεί σε ένα ενδιαφέρον πάντρεμα ιδεών και εικόνας, να θαυμάσει τον ενθουσιώδη χαμαιλεοντισμό της Μπλάνσετ, να σημειώσει προβοκατόρικες ατάκες και να οδηγηθεί σε γοητευτικά ιντριγκαδόρικες σκέψεις, την ίδια στιγμή που σε άλλα σημεία μπορεί να του προκύψουν διάφορα μικρά χαριτωμένα wtf στο κεφάλι του. Κι αν όλα αυτά βρίσκετε να προσιδιάζουν π.χ. σε περιήγηση σε κάποια έκθεση σύγχρονης τέχνης, δεν πέφτετε έξω. Άλλωστε στον πυρήνα του, το «Μανιφέστο» παραμένει ένα μεγαλεπήβολο installation, ένα εικαστικό γεγονός που αξιώνει χώρο όχι μόνο εντός, αλλά και πέραν μιας συμβατικής κινηματογραφικής αίθουσας.