Στον αντίποδα κάθε πομπώδους θρησκευτικού έπους που έχει προηγηθεί κινηματογραφικά, και πλησιέστερα σε λιτό και σχεδόν ασκητικό ύφος με τον «Τελευταίο Πειρασμό» του Μάρτιν Σκορσέζε, ο Γκαρθ Ντέιβις παίρνει φαινομενικά ένα αξιέπαινο ρίσκο στην προσπάθειά του να προσφέρει μια εναλλακτική ανάγνωση στην επίγεια πορεία του Ιησού Χριστού μέχρι την Σταύρωση και την Ανάσταση μέσα από τα μάτια της πρώτης γυναίκας που ακολούθησε εκείνον και τους ολιγάριθμους αποστόλους του στην εξάπλωση του ιεραποστολικού έργου τους.
Πριν την καθυστερημένη αναγνώρισή της ως Αγία, η Μαρία Μαγδαληνή παρέμεινε επί σειρά αιώνων μάλλον το πιο παρεξηγημένο πρόσωπο στο σύνολο της χριστιανικής παράδοσης, θεωρούμενη εσφαλμένα ως μετανοημένη ιερόδουλη από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και τον Πάπα Γρηγόριο τον Μέγα και αργότερα εντελώς αυθαίρετα ως ερωμένη και σύζυγος του Χριστού από αμφίβολης εγκυρότητας πηγές (όπως ήταν τα λεγόμενα Απόκρυφα Ευαγγέλια), σε πείσμα της ορθόδοξης εκκλησίας η οποία επέμενε σταθερά για την δια βίου παρθενία της.
Ο Ντέιβις προσεγγίζει τη μυστηριώδη αυτή γυναίκα και τη γεμάτη ασάφειες ιστορία της με συγκρατημένη διάθεση ρεβιζιονισμού. Την εντοπίζει αρχικά στον τόπο καταγωγής της, στα Μάγδαλα της Γαλιλαίας απ’ όπου πήρε και το όνομά της, και στο εσωτερικό μιας αυστηρά πατριαρχικής και θεοσεβούμενης οικογένειας στης οποίας τις αναχρονιστικές μεθόδους και αυταρχικές επιθυμίες σύντομα θα εναντιωθεί. Έπειτα, όταν η νεαρή Μαρία συναντά τον Ιησού από τη Ναζαρέτ και τη μικρή ομάδα των περιπλανώμενων μαθητών του, η απόφασή της να τους συνοδέψει και να αφήσει οριστικά πίσω το μικρό χωριό της μεταμορφώνεται για την ίδια σε ένα πνευματικό ταξίδι αυτογνωσίας.
Υπάρχει κάτι ιδιαιτέρως υποτονικό στον τρόπο με τον οποίο ο σκηνοθέτης προσεγγίζει τη δραματουργία του.
Με ταιριαστό φόντο μερικές από τις πιο τραχείς περιοχές της ιταλικής επαρχίας, εκεί όπου έλαβαν στην πραγματικότητα χώρα τα γυρίσματα, και με λειτουργικό εργαλείο μια άκρως πειθαρχημένη στις χρωματικές της εξάρσεις φωτογραφία, η ταινία ακολουθεί μια σκηνοθεσία διακριτική και χαμηλόφωνη η οποία αποφεύγει την όποια σκανδαλοθηρία και ακυρώνει κάθε στόμφο και εντυπωσιασμό. Αντιθέτως προτιμά να υπονοήσει μια πορεία εσωτερική και υπαρξιακή, εκείνη που θα φέρει τον Χριστό στην ολοκλήρωση του επίγειου έργου του και τη Μαγδαληνή στη χειραφέτηση και την αυτοπραγμάτωση.
Όλα αυτά μοιάζουν αρκετά θαρραλέα, αν σκεφτεί κανείς ότι προέρχονται από ταινία μεγάλου κινηματογραφικού στούντιο η οποία προτιμά να εκδηλώσει πιο καλλιτεχνικές και αντιεμπορικές ανησυχίες αντί να ακολουθήσει την επική πεπατημένη. Υπάρχει κάτι ιδιαιτέρως υποτονικό, εντούτοις, στον τρόπο με τον οποίο ο σκηνοθέτης προσεγγίζει τη δραματουργία του, μια έλλειψη βαθύτερης κατανόησης για τους ήρωες (κάτι στο οποίο δεν βοηθούν ούτε η πορσελάνινης ομορφιάς αλλά αναιμική Ρούνεϊ Μάρα, ούτε οι μουρμούρες και μανιέρες ενός άβολου Χοακίν Φίνιξ) και ταυτόχρονα μια υποψία ανολοκλήρωτου ως προς το τι ακριβώς θέλει να αποτελέσει η ταινία του.
Γιατί, είτε επιθυμούσε να αποτελέσει μια φεμινιστική θεώρηση των Γραφών, υπογεγραμμένη σεναριακά από δυο γυναίκες πλήρως εναρμονισμένες στα πολιτικά ορθά αιτήματα των ημερών περί ισότητας και διαφορετικότητας (μια στάση που εξηγεί την παρουσία του Τσούετελ Έτζιοφορ στον ρόλο του Πέτρου), είτε μια όσο το δυνατόν πιο ταπεινή και ρεαλιστική προσέγγιση του Θείου Δράματος, το φιλμ βαδίζει νωχελικά και μάταια προς αναζήτηση ικανοποιητικής κατακλείδας.