Ο «Ματωμένος Γάμος» του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα αποτελεί ένα από τα διασημότερα και πιο σεβαστά έργα της παγκόσμιας θεατρικής παράδοσης. Ο διακαής πόθος μιας γυναίκας για τον πρώην αρραβωνιαστικό της, την οδηγεί στον να παρατήσει τον γαμπρό αμέσως μετά τον γάμο τους και να δραπετεύσει μαζί του. Η μάταιη εξέγερση που συμβολίζει τη λαχτάρα για κοινωνική και ερωτική ισότητα θα έχει αιματηρές συνέπειες.
Αν και επιγραμματικός, ο μύθος του «Ματωμένου Γάμου» έδωσε στον Λόρκα τη δυνατότητα να αποδομήσει την ανδαλουσιανή εστία μέσα από τους κανόνες της αρχαίας και της ελισαβετιανής θεατρικής δραματουργίας, εμποτίζοντας το κείμενό του με αβίαστο λυρισμό. Ο Ισπανός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, που εκτελέστηκε στο απόσπασμα με την έναρξη του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, οφείλει ένα μεγάλο μέρος της φήμης του στο συγκεκριμένο έργο, το οποίο αποτελεί και την απαρχή της τραγικής, λαϊκής τριλογίας που συμπληρώνεται με τη «Γέρμα» και «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα».
Η τολμηρή και πρωτότυπη γλώσσα του Λόρκα, βαθιά ριζωμένη σε στοιχεία της ισπανικής παράδοσης είναι γόνιμο έδαφος για κινηματογραφική απόδοση. Ο Κάρλος Σάουρα το 1981 είχε διασκευάσει τον «Ματωμένο Γάμο» σαν ένα παραλληρηματικό χορό φλαμένκο. Η ταινία της Πάουλα Ορτίθ με πρωτότυπο τίτλο «Η Νϋφη» («La Novia») βασίζεται στην πλούσια θεματική του κειμένου και ενώ απομακρύνεται δυστυχώς από τα σουρεαλιστικά στοιχεία του, αντισταθμίζει τους συμβολισμούς μέσα από γοητευτικά οπτικά μοτίβα.
Γυρισμένο στις απέραντες, ερημικές εκτάσεις της Καππαδοκίας και της Αραγονίας, με τους οξύαιχμους, ορεινούς όγκους να περικλύουν τους πρωταγωνιστές και να τονίζουν την απόγνωση των επιλογών τους, η Ορτίθ τοποθετεί την πλοκή σε ένα αχρονικό πλαίσιο που εκτείνεται στιλιστικά από το 1920 έως και τη δεκαετία του ‘50. Η φωτογραφία του Μιγκέλ Ανχελ Αμοέντο παρακολουθεί το ερωτικό τρίγωνο με γκρο-πλαν και συνδέει τους χαρακτήρες με τα φυσικά στοιχεία (γη, νερό, αέρας). Η φύση είναι άλλωστε αυτή που συνωμοτεί υποδόρια στο ερωτικό πάθος και συνδράμει στην τραγωδία.
Η φωτογενής Ίνμα Κουέστα στο ρόλο της Νύφης μαζί με τους Ασιερ Ετσεαντία (Γαμπρός) και Αλεξ Γκαρσία (Λεονάρντο, ο μοναδικός χαρακτήρας του έργου με όνομα), πάλλονται κάτω από το βάρος της επιθυμίας και της μοίρας. Το βάρος μιας κληρονομιάς που έχει ήδη ορίσει τις ζωές τους με αίμα και δάκρυα, μιας και στο παρελθόν συγγενείς του Λεονάρντο είχαν σκοτώσει τον πατέρα και τον μεγάλο αδερφό του Γαμπρού. Την «παράσταση», όπως αναμενόταν, κλέβει η Λουίζα Γκαβάσα στο ρόλο της Μάνας, μιας πικραμένης γυναίκας που έχει αμείλικτη ηθική και όσο κι αν επιθυμεί το μέλλον (εγγόνια), φοβάται το παρόν της μοναξιάς.
Η Ορτίθ επενδύει στη μουσικότητα του έργου μέσα από το μοντάζ που δίνει ρυθμό και εναλάσσει τη γραμμική αφήγηση με φλασμπακ, αλλά και με τη συνδρομή του Σιγκερού Ουμεμπαγιάσι («Ερωτική Επιθυμία», «2046») στην πρωτότυπη μουσική. Ο Λόρκα ήταν ποιητής και μουσικός και τα τραγούδια του «Ματωμένου Γάμου» είναι δομικό στοιχείο του έργου. Οι περισσότεροι Έλληνες μνημονεύουν ακόμα την ιδανική, μελωδική αντήχηση των τραγουδιών του Μάνου Χατζιδάκι σε στίχους Νίκου Γκάτσου για την παράσταση του «Ματωμένου Γάμου» για το Θέατρο Τέχνης το 1948. Στο «La Novia» η Ορτίθ τολμά αναχρονιστικά και προσθέτει μέσα στο μουσικό λεξικό το «Take This Waltz» του Λέοναρντ Κοέν, τραγούδι που βασίζεται χαλαρά στο ποίημα του Λόρκα «Pequeño vals vienés» από τη συλλογή «Poeta en Nueva York».
Αξίζει να σημειωθεί πως την μεστή, ποιητική απόδοση των ελληνικών υποτίτλων του «Ματωμένου Γάμου» επιμελήθηκε η Αγαθή Δημητρούκα, στιχουργός που συνεργάστηκε με τον Μάνο Χατζιδάκι και σύντροφος του Νίκου Γκάτσου.
Υποψήφια για 12 Βραβεία Γκόγια (κέρδισε τελικά την Καλύτερη Φωτογραφία και τον Β’ Γυναικείο ρόλο), ο «Ματωμένος Γάμος» της Πάουλα Ορτίθ προσεγγίζει με στιλιστικό ενδιαφέρον και περισσή καλιέπεια το πρωτότυπο υλικό. Μερικές φορές περισσότερη από αυτή που του αρμόζει. Αποτελεί όμως μια καλή εισαγωγή στον κόσμο του Λόρκα, έναν κόσμο σκληρού ρεαλισμού και ποιητικής ελευθερίας που έχει χαρακτήρα λαϊκό, άρα γνήσιο.