Μία ταινία που ξεκινά με τους παθιασμένους ήχους δύο εραστών, ένα αναπάντητο ερώτημα και μια αναπάντεχη σκηνή αυτοκτονίας, μπορεί να είναι σίγουρη ότι έχει κερδίσει την προσοχή μας. Στην περίπτωση του «The Charmer», ό,τι ακολουθεί την πρώτη σεκάνς είναι μια τίμια προσπάθεια να σταθεί στο ύψος μιας σύντομης αλλά θεαματικά δυναμικής εισαγωγής, μιλώντας στο μεταξύ για ζητήματα επιβίωσης, ταυτότητας και ηθικής.
Το πολυβραβευμένο φιλμ του πρωτοεμφανιζόμενου Μιλάντ Αλαμί που συμμετείχε πρόσφατα στο Διαγωνιστικό των 24ων Νυχτών Πρεμιέρας, αποτελεί σε ένα πρώτο επίπεδο το πορτρέτο του Ισμαήλ, ενός 30άρη μετανάστη από το Ιράν που τα τελευταία δύο χρόνια ζει και εργάζεται στη Δανία, ποντάροντας τα πάντα στη γοητεία του προκειμένου να εξασφαλίσει άδεια παραμονής. Καθώς οι μέρες περνούν και η προσωρινή άδεια ετοιμάζεται να λήξει, ο Ισμαήλ επιδίδεται κάθε βράδυ στην τέχνη της σαγήνης, φλερτάροντας τη μία γυναίκα μετά την άλλη, με την προσδοκία να παντρευτεί. Ένα από αυτά τα βράδια θα γνωρίσει τη Σάρα, μια Ιρανή που έχει γεννηθεί στη Δανία, η οποία απειλεί να τον βγάλει από την εμμονική προσήλωση σε ένα ούτως ή άλλως αμφίβολο σχέδιο.
Η ερμηνεία του Αρνταλάν Εσμαίλι στο ρόλο του Ισμαήλ προσφέρει εκείνες τις θρίλερ νότες τις οποίες το «The Charmer» έχει τόση ανάγκη
Η παραπάνω περιγραφή παραπέμπει ίσως σε ένα τυπικό ρομαντικό δράμα με την επίφαση μιας επίκαιρης θεματικής. Όμως το φιλμ του Αλαμί κάθε άλλο παρά τέτοιο είναι και η παραπάνω αναφορά μας στην αυτοκτονία δε γίνεται τυχαία, αφού έχει σκοπό να αφήσει μία παραπάνω υπόνοια περί του εύρους της όλης προβληματικής και του ύφους. Πίσω από την εστίαση σε έναν χαρακτήρα υπό πίεση, με κρίση ταυτότητας, με θολωμένο το «ανήκειν» και ανοιχτά τραύματα που χτυπούν απευθείας την πόρτα της ναρκωμένης ηθικής του, το «The Charmer» ρίχνει ματιά στη χίμαιρα της αναζήτησης της ευτυχίας στον σύγχρονο κόσμο, αλλά και στο πώς αυτή πριμοδοτεί λογικές «πατάω επί πτωμάτων».
Ο Αρνταλάν Εσμαίλι υποδύεται τον Ισμαήλ με εντυπωσιακή προσήλωση, καταφέρνοντας να δώσει το στίγμα ενός ανθρώπου που στοιχειώνεται μέρα με τη μέρα εξαιτίας των επιλογών του, από τη στιγμή που άφησε το Ιράν για ένα καλύτερο μέλλον στην Ευρώπη. Ο ίδιος και η ερμηνεία του είναι εκείνη που προσφέρει εκείνες τις θρίλερ νότες τις οποίες το «The Charmer» έχει τόση ανάγκη. Ο Αλαμί ωστόσο πρέπει να πούμε πως απορρίπτει την ηθικοπλαστική κριτική απέναντι στον ήρωά του, προσεγγίζοντάς τον κυρίως ως θύμα ενός ευρύτερου κοινωνικοπολιτικού μηχανισμού, μέσα στα αθέατα γρανάζια του οποίου κανείς δε μένει ανεπηρέαστος και ακέραιος. Απέναντι στη δική του αλλοτρίωση μάλιστα στέκει η Σάρα (Σόχο Ρεζανεζάντ), σαν μια πικρή υπενθύμιση πως η ευημερία είναι συχνά ζήτημα τυχαιότητας, όπως η τυχαιότητα του πού και από ποιους γεννήθηκες.
Αναφερόμενοι στο οικοδόμημα του «The Charmer», είναι αδύνατο να προσπεράσουμε το γεγονός ότι τόσο ο σκηνοθέτης, όσο και η πρωταγωνίστρια Σόχο Ρεζανεζάντ είναι Ιρανοί μετανάστες που ζουν και εργάζονται στη Δανία, ενώ αντίστοιχα ο συμπατριώτης τους, Αρνταλάν Εσμαίλι στη Σουηδία. Είναι πασιφανές ότι η ταινία διαποτίζεται από την προσωπική διαδρομή των συντελεστών της, προσφέροντας ένα στοιχείο αυθεντικότητας που ξεπερνά αυτό που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν μια τυποποιημένη φολκλόρ απεικόνιση μιας εθνοτικής κοινότητας σε ξένο έδαφος.