Ανθρώπινες σχέσεις και οικογενειακοί δεσμοί, ή καλύτερα δεσμά, αποτελούν τον κεντρικό πυρήνα του «Μετά τον Χωρισμό» του Ξαβιέ Λεγκράν, που επιστρέφει πέντε χρόνια μετά την υποψήφια για Όσκαρ μικρού μήκους «Just Before Losing Everything» («Avant Que de Tout Perdre », 2013), παρατηρώντας τους ίδιους χαρακτήρες.
Η Μίριαμ (Λέα Ντρουκέρ) και ο Αντουάν Μπεσόν (Ντενίς Μενοσέ) αποφασίζουν να χωρίσουν, αλλά διεκδικούν την κοινή επιμέλεια του γιού τους Ζουλιάν. Τραχύς, ευέξαπτος και χωρίς καμία διάθεση να το ξεπεράσει, ο Αντουάν χρησιμοποιεί τον γιο τους για να κάνει σαφές πως θέλει να επιστρέψει στην οικογένεια, μολονότι δεν υπάρχει τίποτα πλέον να τους συνδέει. Μονίμως σε μία κατάσταση που επιθυμεί διακαώς να γίνεται το δικό του, άσχετα με τον παραλογισμό των απαιτήσεων που προβάλλει, ο Αντουάν θα φτάσει στα άκρα επιζητώντας την επανένωση, χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες.
…σινεμά με αυτοπεποίθηση που καταγράφει μία κοινωνική αλήθεια στη μεγάλη οθόνη. Και καθηλώνει.
Το «Μετά τον Χωρισμό» είναι ένα εξαιρετικό δείγμα ανθρωποκεντρικού σινεμά, φτιαγμένο με τέτοια τεχνική επιμέλεια που φαντάζει ανατριχιαστικά «πραγματικό». Ο Λεγκράν τοποθετεί την κάμερα ως παρατηρητή των σχέσεων και μέσα από ασφυκτικά κάδρα ή τεταμένα tracking shots, παραδίδει ένα νευρώδες οικογενειακό δράμα που εμπλέκει τον θεατή και τον κάνει συμμέτοχο-μάρτυρα. Από την πρώτη διαλογική σκηνή μεταξύ των δικηγόρων, της δικαστή και των γονιών, μέχρι και το αγχώδες φινάλε, ο σκηνοθέτης αφηγείται μία ιστορία ενδοοικογενειακής βίας (σωματικής, αλλά και ψυχολογικής) επενδύοντας τους σωστούς χρόνους στις σκηνές, κρατώντας την ουσία της ιστορίας που θέλει να αφηγηθεί. Ο Ντενίς Μενοσέ («Άδωξοι Μπάσταρδη») στο ρόλο του επιθετικού, οξύθυμου πατέρα οπτικοποιεί την απειλή της διπλανής πόρτας και μαζί με την προστατευτική, δυναμική μητέρα της Λέα Ντρουκέρ («L' Homme de sa Vie»), σφραγίζουν με αυθεντικότητα τις ερμηνείες τους, ενώ ο μικρός Τομάς Γκιοριά είναι ο κατάλληλος συναισθηματικός καταλύτης της ταινίας.
Δίχως εντυπωσιασμούς ή μελοδραματικές εξάρσεις, το «Μετά τον Χωρισμό» διατρέχει το ρεαλισμό των Νταρντέν και του Φαρχαντί, την ψυχολογική χειραγώγηση της «Νύχτας του Κυνηγού» και τη συγκινησιακή φόρτιση του «Κράμερ εναντίον Κράμερ». Ο Λεγκράν εξελίσσει την αφηγηματική δομή της μικρού μήκους, όπου παρακολουθούσε την προσπάθεια της Μίριαμ να «δραπετεύσει», και στο «Μετά τον Χωρισμό» εμπλέκει συνεχώς το δημόσιο και το ιδιωτικό περιβάλλον. Στο φινάλε, που σε πολλούς θα ανακαλέσει μνήμες εκφοβισμού από τη «Λάμψη» του Κιούμπρικ, ο Λεγκράν θα διαρρήξει τα «εν οίκω» για να δώσει τη λύση «εν δήμω».
Λιτό και επίκαιρο, το «Μετά τον Χωρισμό» που κέρδισε το Αργυρό Λιοντάρι Καλύτερης Σκηνοθεσίας, αλλά και το Βραβείο Καλύτερης πρώτης ταινίας στο πρόσφατο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας, είναι ένα σινεμά με αυτοπεποίθηση που καταγράφει μία κοινωνική αλήθεια στη μεγάλη οθόνη. Και καθηλώνει.