Η πλοκή κι η ιστορία. Μια σχέση αξεδιάλυτη για κάποιους, μια σχέση αλληλεξάρτησης μα τελικά αναγκαιότητας. Και καθώς η πλοκή είναι δρόμος προς την Avalon μιας καλής ιστορίας, καταλαβαίνει κανείς πως εν τέλει η ποιοτική μέτρηση δίνει την πλοκή σαν ένα υποσύνολο της ιστορίας, το ταξίδι στο σινεμά με προορισμό ασήμαντο δε λέει τελικά και πολλά πράγματα. Τουτέστιν, με πλοκή που φορτώνει την ιστορία δεν μπορείς ποτέ να πάρεις μιας ταινία καλύτερη από μια άλλη στην οποία η ιστορία υποτάσσει την πλοκή. (Στην πραγματικότητα βέβαια αυτά είναι ψιλά γράμματα «μέτρησης» μιας ταινίας. Έχουν υπάρξει ταινίες-κοσμήματα που δεν είχαν ούτε φαντεζί πλοκή, ούτε ιστορία κοσμογονικής σημασίας, είχαν όμως σκηνοθετική οπτική που επέβαλε τις εμμονές της δημιουργώντας sui generis νοήματα).
Όπως και να ‘χει η παραπάνω αντιδιαστολή πλοκής/ιστορίας προλόγησε πως το «Μη Φέρνεις Λουλούδια» είναι μια ελαφρώς (ή και βαρέως, αν συνυπολογίσεις το δυναμό Εξαρχόπουλος που είχε στη διάθεσή της) χαμένη ευκαιρία, καθώς μια καλή ιστορία (με φινάλε που θα μπορούσε να την κάνει καλοκαιρινή έκπληξη κι αίτιο, γιατί όχι, λατρείας από το νεορομαντικό – και νεότερο – κομμάτι των θεατών) συσκοτίζεται και περιπλέκεται αχρείαστα από μια, στα μάτια μου, αποπροσανατολισμένη πλοκή.
Στην πραγματικότητα έχεις να κάνεις με love story πλούσιας και (όχι και τόσο τίμιου) πτωχού που ωστόσο είναι εντελώς έντιμος απέναντί της – σε μια ωραία ελλειπτική σκηνή-κλειδί για την συγκινησιακή φόρτιση του φινάλε. Τα προβλήματα ξεκινούν από το ότι η πλοκή αρχίζει να προσθέτει στρώματα υπο-ιστοριών (η οικογένειά της, οι φίλοι του, οι Αρχές, η παιδική του ηλικία) που δεν είναι ασύνδετες με την ιστορία, παίρνουν όμως δυσανάλογα παραπάνω χρόνο, κλέβοντας από το ρομάντσο μια-δυο έντονες σκηνές που θα το απογείωναν κάνοντάς το με σαφήνεια το συναισθηματικό κέντρο της ιστορίας. Κρίμα γιατί το ζευγάρι είναι εκεί και, τυπικά πια, η Αντέλ Εξαρχόπουλος είναι με άνεση η σημερινή φιλμική εκδοχή της γαλλικής σεξουαλικότητας, άξια διάδοχος περασμένων σταρ μεγαλύτερης αίγλης.
Προχωρώντας προς το φινάλε η πλοκή ξεδιαλύνεται μεν, ρομαντικοποιείται, αναγκαία, μελοδραματικά, αν θέλεις να είσαι έντιμος με το γούστο και το μέτρο σου πρέπει να πεις πως σχεδόν διαφεύγει του ελέγχου που ίσως έπρεπε να διατηρήσει, οδηγούμενη προς τα εκεί που κινηματογραφικά έμοιαζε να ήθελε από αρχικής της εμπνεύσεως να φτάσει, σ’ ένα τελικό ιλιγγιώδες μονοπλάνο, μια voice-over αφήγηση που σε προδιάθετει και μια κατάληξη ποιητικής αμφισημίας και νεορομαντικού ζενίθ – για την οποία και μόνο αξίζει να το δοκιμάσεις κάποια στιγμή.
Κρίμα όμως, αυτή η κατάληξη, ήθελε μια εμπαθώς οργανωμένη, πιο αξιοθέατη διαδρομή.