Από τους ρετρό τίτλους αρχής, που μοιάζουν επηρεασμένοι από την αισθητική των αφισών του Σαούλ Μπας αλλά και κλείνουν το μάτι σε συγκεκριμένα κλασικά θρίλερ, με κυριότερη αναφορά τις «Διαβολογυναίκες» του Κλουζό, ο Πολ Φέιγκ («Φιλενάδες», «Ghostbusters») φαίνεται πως δε θέλει να ξεφύγει πολύ από τις κωμωδίες που συνθέτουν την ως τώρα φιλμογραφία του. Αν και η γεμάτη σασπένς ιστορία του παραπέμπει στο κλασικό κινηματογραφικό θρίλερ, το παιχνίδι που κάνει με το είδος και οι χιουμοριστικοί βοηθητικοί χαρακτήρες δείχνουν πρόθεση για έναν ενδοκινηματογραφικό διάλογο με τον θεατή, παρά τόσο για την ίδια την υπόθεση.
Σε αυτήν όλα ξεκινούν όταν μια, γεμάτη ενέργεια, συντηρητική νεαρή χήρα βρίσκει μια απρόσμενη κολλητή φίλη στο πρώτο μιας γοητευτικής, μυστικοπαθούς και μπλαζέ γυναίκας που είναι επικεντρωμένη στην απαιτητική δουλειά της (δημόσιες σχέσεις για γνωστό σχεδιαστή μόδας) παρά στον γιο της. Το πρώτο ποτό φέρνει τις 2 γυναίκες κοντά, γεμάτες όρεξη να αποκαλύψουν μυστικά, σε μια σχέση που ο περίγυρος χαρακτηρίζει ως βολική (η μία γυναίκα βρίσκει babysitter και η άλλη άτομο για να μιλήσει ανοιχτά) και γίνεται το talk of the town, μετά από μια μυστηριώδη εξαφάνιση. Η Άνα Κέντρικ έχει εύκολα τον ρόλο της «αβγαλτης» νοικοκυράς που μαθαίνει και προσαρμόζεται εύκολα σε νέες καταστάσεις, πέφτοντας όμως σε πολλές ερμηνευτικές επαναλήψεις, τη στιγμή που η Μπλέικ Λάιβλι σε πιο αβανταδόρικο και αισθησιακό ρόλο, μαγνητίζει.
Από την εξαφάνιση της Λάιβλι και έπειτα παρακολουθούμε ένα παιχνίδι που θυμίζει λίγο το επίσης σατιρικό «Wild Things», ένα παιχνίδι εξουσίας δηλαδή ανάμεσα σε 3 άτομα όπου η αλήθεια είναι μονίμως υποκειμενική και η αφήγησή της αλλάζει διαρκώς, ανάλογα την οπτική γωνία που παρακολουθούμε. Ο Φέιγκ παίζει περισσότερο με τον αγώνα 2 γυναίκες εναντίον ενός άνδρα, κάτι που τον φέρνει όλο και πιο κοντά στις «Διαβολογυναίκες», που σε μια από τις πιο αδύναμες στιγμές της ταινίας αναφέρονται και λεκτικά, μόνο που οι δικές του, στο πνεύμα της εποχής, έχουν πολλές δικαιολογίες για όσα κάνουν, προσθέτοντας στον χαρακτηρισμό τους ένα βουνό από ελαφρυντικά.
Σε αυτή την διελκυστίνδα χιούμορ και σασπένς, το πρώτο υπερτερεί, κάτι που τελικά λειτουργεί υπέρ της ταινίας, καθώς από ένα σημείο και έπειτα, οι ανατροπές παραείναι αρκετές για να τις πάρει κάποιος στα σοβαρά. Και η «Μικρή Χάρη» δε ξεφεύγει από μια μικρή άσκηση ύφους, ένα διασκεδαστικό παιχνίδι με το παρελθόν του σινεμά, εκμοντερνισμένο και μεταμορφωμένο όμως ώστε να εξηγεί τα πάντα, μην αφήνοντας στον θεατή ανοιχτή τη γοητεία της αμφιβολίας.