Μετά από μια μεγάλη περίοδο απουσίας στο εξωτερικό, η 31χρονη Πολά επιστρέφει στο Παρίσι έχοντας να διαχειριστεί μια ερωτική απογοήτευση και την πενιχρή οικονομική της κατάσταση. Μαζί έχει την γάτα του πρώην της, ενός φωτογράφου που γνώρισε επιτυχία μέσα από κάποια πορτρέτα της αλλά που πλέον δεν αισθάνεται ότι της χρωστάει κάτι. Καθώς η γάτα του Ζοακίμ γίνεται η αφορμή για να χάσει η Πολά την ευκαιρία να βρει καταφύγιο στο σπίτι μιας εγκύου φίλης της, η νεαρή γυναίκα πουλά κάποια κοσμήματα που τις εξασφαλίζουν ένα ποσό για να περάσει λίγες μέρες και ξεκινά την περιπλάνησή της στην γειτονιά του Μονπαρνάς. Ακολουθούν πολυάριθμες γνωριμίες με καινούργιους ανθρώπους και μια τυχαία αλλά άβολη συνάντηση με την μητέρα της, καθώς η Πολά προσπαθεί να χαλιναγωγήσει τον εκρηκτικό χαρακτήρα της και να σταθεί στα πόδια της. Σύντομα πιάνει δύο δουλειές, ως πωλήτρια σε εμπορικό κέντρο και ως μπέιμπι-σίτερ ενός μικρού κοριτσιού, αλλά στις προφανείς δυσκολίες που αντιμετωπίζει πρόκειται να προστεθούν και ισχυρά διλήμματα ικανά να αλλάξουν την ζωή της για πάντα.
Βραβευμένο με την Χρυσή Κάμερα για την καλύτερη πρώτη ταινία ανάμεσα σε όλα τα τμήματα του Φεστιβάλ Καννών, το ντεμπούτο της Λεονόρ Σεράιγ είναι ένα ευφάνταστο, πολυδιάστατο και ζωηρό πορτέτο μιας νέας γυναίκας η οποία γεύεται του γλυκόπικρους καρπούς της προσωπικής της χειραφέτησης. Υπογράφοντας το σενάριο και την σκηνοθεσία, η Γαλλίδα δημιουργός στηρίζει ολόκληρο το φιλμ της στην Πολά, κατασκευάζοντας έναν γυναικείο χαρακτήρα πραγματικό κομψοτέχνημα, τόσο περίπλοκο όσο και αληθινό. Δυναμική αλλά και ταυτόγχρονα εύθραυστη, η Πολά φροντίζει συνεχώς να θυμίζει στους γύρω της το πόσο δύσκολο είναι κανείς να συναναστρέφεται μαζί της, την ίδια ακριβώς στιγμή που η αδιαμφισβήτητη γοητεία της την καθιστά ελκυστική. Στον ρόλο της, η Λετίσια Ντος παραδίδει μια τολμηρή και αφοπλιστική ερμηνεία που συνιστά τον βασικό λόγο που το εγχείρημα της Σεράιγ εν τέλει επιτυγχάνει.
Από το πρώτο κιόλας καρέ γίνεται φανερό πως το «Μια Νέα Γυναίκα» φέρει μαζί του κάτι από την ευρηματικότητα και την φρεσκάδα της νουβέλ βαγκ, σε μια σύνδεση με το παρελθόν του γαλλικού σινεμά που προκύπτει εντελώς φυσικά και ανεπιτήδευτα την ίδια στιγμή που το εξαιρετικό electro-pop σάουντρακ και η ανεπιτήδευτη φωτογραφία κρατούν δεμένη την ταινία στο σήμερα. Σε γενικές γραμμές, αν κάτι μπορεί κανείς να προσάψει στην Σεράιγ είναι ότι σεναριακά χάνει την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί την σχέση της Πόλα με την μητέρα της, μια σχέση που ακουμπά επιδερμικά αλλά τελικά αφήνει ανεξερεύνητη. Κάτι τέτοιο θα είχε προσθέσει στην ιστορία της ένα ακόμη σημαντικό επίπεδο, συμπληρώνοντας το τελευταίο κομμάτι ενός πολύ ενδιαφέροντος μωσαϊκού ανθρώπινων συμπεριφορών.