Με την νέα του ταινία ο σκηνοθέτης, σεναριογράφος και θεατρικός συγγραφέας Κένεθ Λόνεργκαν έρχεται πια να επιβεβαιώσει την ξεχωριστή κινηματογραφική του ιδιοσυγκρασία, δίνοντας δείγματα γραφής που τον εντάσσουν σε μια διαφορετική καλλιτεχνική συνθήκη, πέρα από αυτήν ενός παροδικά επιδέξιου ταλέντου. Μετά από τη δεύτερη σκηνοθετική δουλειά του, το ταλαιπωρημένο από μια μακροχρόνια μεταπαραγωγική διαδικασία «Μάργκαρετ» που ξεκίνησε μόλις το 2005 αλλά βγήκε στις αίθουσες το 2012 και πέρασε απαρατήρητο από το κοινό (παρότι αγαπήθηκε σχεδόν καθολικά από τους κριτικούς), ο υποψήφιος για Βραβείο Πούλιτζερ δημιουργός παραδίδει ένα αγέλαστο και παγωμένο δράμα που εκτυλίσσεται σε έναν αληθινό κόσμο και δεν αφήνει περιθώρια απόδρασης από την πραγματικότητα. Ή μάλλον σωστότερα, η οποιαδήποτε προσπάθεια απόδρασης οδηγεί προδιαγεγραμμένα σε κάτι χειρότερο. Αφηγούμενος μια αδιανόητα τραγική ιστορία όσο πιο διακριτικά θα μπορούσε κάνεις να σκεφτεί -χωρίς μεγάλες εξάρσεις και κορυφώσεις- και εξετάζοντας παράλληλα την ψυχολογική σφοδρότητα κάποιων γεγονότων που δεν μπορούν παρά να μείνουν αξεπέραστα, αποπειράται να αναπαραστήσει με αντισυμβατικούς κινηματογραφικούς όρους κάτι αόριστο και από τη φύση του δύσκολα απεικονίσιμο: το απόλυτο συναισθηματικό κενό.
Ο σκηνοθέτης επιλέγει τον Κέισι Άφλεκ στον πρωταγωνιστικό ρόλο της ταινίας του και αυτός του χαρίζει χωρίς καμιά αμφιβολία την καλύτερη ερμηνεία της (ξεχωριστής) καριέρας του, αλλά ταυτόχρονα και την πιο συγκλονιστική της χρονιάς. Ενσαρκώνει τον Λι Τσάντλερ, έναν επιστάτη στο Κουίνσι της Μασαχουσέτης ο οποίος, φέρνοντάς τα πέρα δύσκολα, καταφέρνει να ζει την κάθε του μέρα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ύστερα από τον αιφνίδιο θάνατο του μεγαλύτερου αδερφού του Τζο (Ο «τηλεοπτικός» Κάιλ Τσάντλερ σε ό,τι καλύτερο μας έχει δείξει ως τώρα), υποχρεώνεται να επιστρέψει στη μικρή πόλη Μάντσεστερ μετά από μακροχρόνια απουσία, όπου θα οριστεί απροσδόκητα ως κηδεμόνας του εγωιστή εφήβου ανιψιού του και ταυτόχρονα θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει φαντάσματα του παρελθόντος.
Ο Άφλεκ, που έμοιαζε τόσο αξιοθρήνητα εύθραυστος στη «Η Δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς από το Δειλό Ρόμπερτ Φορντ» του Άντριου Ντόμινικ, συλλαμβάνει στο σχεδόν ανέκφραστο βλέμμα του Λι τη μοναξιά και το συναισθηματικό αδιέξοδο, το οποίο μεταφράζεται μόνο σε παροδικές εκρήξεις αναίτιου και μανιασμένου θυμού. Ο Λόνεργκαν κινηματογραφεί την απόγνωση του κεντρικού του ήρωα όχι στα μάτια αλλά σε κάθε του κίνηση, η οποία ασυνείδητα καθρεφτίζει έναν ωκεανό πόνου κάτω από τη φαινομενική αμηχανία και αποστασιοποίηση. Μια σιωπηρή κραυγή ενός τσακισμένου ανθρώπου, που η ίδια η ζωή τον μετέτρεψε σε “αναπληρωματικό”. Η ραγισμένη φιγούρα του πλαισιώνεται από ένα υποδειγματικό υποστηρικτικό καστ (αν και η Μισέλ Γουίλιαμς στο ρόλο της πρώην γυναίκας του Λι μοιάζει αδίκως να υποχρησιμοποιείται) που μοιάζει να περιστρέφεται σε τροχιές γύρω από τον βασικό χαρακτήρα. Όλοι τους αναπόφευκτα συνδεδεμένοι με το ειδικό βάρος που κρύβουν όλοι εκείνοι οι ανθρώπινοι δεσμοί που συσχετίζονται άμεσα με μια αδιανόητη τραγωδία και μια αβάσταχτη απώλεια.
Το χαμηλών τόνων σενάριο χτίζεται βασισμένο σε ένα κλασικό αφηγηματικό εξάρτημα, το οποίο εντούτοις εμφανίζεται τόσο εκλεπτυσμένα δομημένο που δίνει την αίσθηση ότι το βλέπεις έτσι για πρώτη φορά. Μέσα από διακριτικά -πολλές φορές και βουβά- φλας μπακ, τα σημαντικότερα γεγονότα του παρελθόντος αναπαρίστανται απλά όπως έχουν συμβεί, απογυμνωμένα από οποιαδήποτε περιττή δραματοποίηση, με τα σταθερά καδραρίσματα των άδειων προσώπων (πιο διάφανα ακόμη και από το παγωμένο μικρό ψαροχώρι που δεν σταματά να μαστιγώνει ο βόρειος άνεμος) να σε κάνουν να φαντάζεσαι πολύ περισσότερα από αυτά που βλέπεις μπροστά σου. Εκτός αυτού όμως, εισάγοντας παράλληλα μικρά και ανακουφιστικά κωμικά στοιχεία, προσφέρουν ένα μοναδικό κοντράστ χαρακτήρα, παρουσιάζοντας μια άλλη, πιο υποκειμενική εικόνα του Λι, ενός ανθρώπου αφοσιωμένου και παιδικά τρυφερού, αγγίζοντας ίσως και τα όρια της αναξιοπιστίας. Σταδιακά οι γραμμές της διπλής αφηγηματικής κατασκευής αρχίζουν να συγκλίνουν, επικαλύπτοντας τις φριχτές αποκαλύψεις του παρελθόντος με σκηνές αδυσώπητης αυτοκατηγορίας, πνευματικού μαρτυρίου και αποστροφής προς τον ίδιο τον εαυτό, με φόντο το διαρκώς γκρίζο καμβά της επαρχιακής πόλης που μοιάζει να δίνει την τελική μαχαιριά στην ισοπεδωμένη ψυχή του ήρωα. Η δε μονταρισμένη σεκάνς που τελικά αποκαλύπτει την αιτία του κακού, μέσα από μια σειρά επαναλαμβανόμενων πράξεων που αποκτούν σιγά σιγά όλο και περισσότερο νόημα, στοιχειώνεται κυρίως από τη μουσική της επένδυση (με το Αντάτζιο για έγχορδα σε σολ μινόρε να φαντάζει κλισέ αλλά τελικά να μην αποδεικνύεται τέτοιο) αφού η κινηματογράφηση δίνει την εντύπωση να στρέφει εσκεμμένα το βλέμμα της αλλού, λυγισμένη θαρρείς από την οδύνη των στιγμών.
Συνοψίζοντας, η «Πόλη δίπλα στη θάλασσα» είναι ένα φιλμ που σε κανένα του σημείο δεν αφήνει να αναπνεύσεις ελεύθερα, παρότι οι εικόνες του συντίθενται (αντιφατικά θαρρείς) με πολύ μεγάλο εστιακό βάθος. Σκιαγραφώντας έμμεσα μια ανυπολόγιστη τραγωδία, που από μόνη της ως γεγονός είναι ικανή να προκαλέσει αλυσιδωτά άλλες μικρές τραγωδίες στον απόηχό της, ψάχνει διακριτικά τη λύτρωση από τον βαθιά προσωπικό πόνο μέσω μιας επώδυνης και βασανιστικής διαδικασίας επούλωσης του τραύματος. Το αντίτιμο βέβαια είναι τεράστιο, και αυτό φαίνεται να το γνωρίζει και το φιλμ και ο πρωταγωνιστής του. Αυτό μοιάζει και να αποτελεί το νοηματικό συμπέρασμα το οποίο μετατρέπει το δημιούργημα του Κένεθ Λόνεργκαν σε μια σπουδαία κινηματογραφική εμπειρία και ταυτόχρονα σε μια σπαρακτικά χαμένη μάχη. Μια κάθαρση που αργεί να έρθει, σε μια ζωή χωρίς κανέναν αφηγηματικό επίλογο.