Τι απέγινε ο Γκας Βαν Σαντ; Που ακριβώς βρίσκεται τελευταία ο σκηνοθέτης στον οποίο το ανεξάρτητο σινεμά χρωστάει το «Drugstore Cowboy», το «Mala Noche», το «Δικό μου Αϊνταχο» και τον «Ελέφαντα»; Τι συνέβη και ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σύγχρονης αμερικανικής οθόνης κατέληξε να υπογράφει συμβατικά χολιγουντιανά δράματα και feel good μετριότητες;
Οι ερωτήσεις παρέμειναν αναπάντητες στο μυαλό μου καθ' όλη τη διάρκεια παρακολούθησης του «Μια Θάλασσα από Δέντρα», ενός φιλμ που μέσα του συνοψίζει μερικά από εκείνα τα ανυπόφορα mainstream συστατικά στα οποία ο παλιός Γκας Βαν Σαντ σθεναρά αντιστεκόταν μέσω της δικής του, αντισυμβατικής φιλμογραφίας.
Συνεχίζοντας μια πτωτική καλλιτεχνική πορεία που είχε περίτρανα εκδηλωθεί, πέντε χρόνια πριν, με το σχεδόν ανεκδιήγητο «Restless», ο 64χρονος σκηνοθέτης εμφανίζεται φέτος κινηματογραφικά με μια άκρως συναισθηματική ιστορία που κατορθώνει και πακετάρει ένα φαινομενικά τραγικό και μακάβριο θέμα σε ένα όσο το δυνατόν πιο θελκτικό και ανώδυνο περιτύλιγμα.
Υποδυόμενος για άλλη μια φορά την γνώριμη ερμηνευτική περσόνα του, στην πιο συνοφρυωμένη και μεταοσκαρική της πλευρά ωστόσο, ο Μάθιου Μακόναχι ταξιδεύει από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ιαπωνία και σε ένα απομακρυσμένο δάσος αμέτρητων εκταρίων προκειμένου να κάνει εκεί ότι συνηθίζουν να κάνουν όσοι το επισκέπτονται: να βάλει τέλος στη ζωή του.
Ενας σχεδόν ανυπόφορος συνδυασμός ανατολιτικής φιλοσοφίας για αρχάριους, μεταφυσικής της νοικοκυράς, περιπέτειας στερημένης από το όποιο σασπένς και μπανάλ μελοδράματος
Η συνάντησή του με έναν ιαπωνικής καταγωγής περιπλανώμενο άντρα, ο οποίος μοιάζει χαμένος στο ίδιο δάσος και ψάχνει εις μάτην να βρει την έξοδό του από αυτό, θα οδηγήσει τον ήρωα του Μακόναχι σε ένα λυτρωτικό και καθαρτήριο μονοπάτι που θα τον περάσει υποχρεωτικά μέσα από τις οδυνηρές αναμνήσεις ενός πρόσφατου οικογενειακού παρελθόντος και θα τον βάλει να παλέψει άμεσα για την επιβίωσή του, προτού του προσφέρει ένα πιο αισιόδοξο μέλλον.
Ο Γκας Βαν Σαντ εμπιστεύτηκε για λογαριασμό της ταινίας του ένα σενάριο από τον ίδιο άνθρωπο που το 2010 είχε σκαρφιστεί με την πένα του το αγωνιώδες «Buried». Αυτή τη φορά, εντούτοις, ο Κρις Σπάρλινγκ παρέδωσε μια σεναριακή δουλειά η οποία μάλλον στην εύνοια των πιο ευκολόπιστων μελών της Ακαδημίας των Όσκαρ αποσκοπεί, έτσι λυγμόλαλα όπως επιχειρεί να τα κολακεύσει με ένα συνδυασμό ανατολιτικής φιλοσοφίας για αρχάριους, μεταφυσικής της νοικοκυράς, περιπέτειας στερημένης από το όποιο σασπένς και μελοδράματος το οποίο φιλοδοξεί να προσφέρει ένα αναστάσιμο μάθημα ανθρωπιάς και αγάπης για τη ζωή
Κι αν οι new age αμπελοφιλοσοφίες του σεναριογράφου προκαλούν μειδίαμα, ακόμη πιο δυσάρεστη έκπληξη αποτελεί η προσέγγιση του Γκας Βαν Σαντ στο παραπάνω υλικό, ο οποίος επιστρατεύει ελκυστική φωτογραφία, γλυκύτατες μουσικές (που νιώθεις ότι έχεις ακούσει αμέτρητες φορές στο σινεμά), φωτογενή κοντινά σε δακρυσμένα μάτια και σε κλαμμένα πρόσωπα και μια γενικότερη τάση προς το προβλέψιμο, νομίζοντας ότι αυτός είναι ο σωστός τρόπος για να διηγηθεί μια κατ' επίφασιν σκεπτόμενη, αλλά επί της ουσίας εντελώς μπανάλ ιστορία.
Το αποτέλεσμα δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει πολύ για να πλημμυρίσει τη μεγάλη αίθουσα των προβολών του περσινού Φεστιβάλ Καννών με τα γιουχαρίσματα της πλειοψηφίας των παρευρισκόμενων δημοσιογράφων, που μάλλον κι εκείνοι δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι αυτό που παρακολούθησαν μόλις ήταν μια ταινία του Γκας Βαν Σαντ.