Σε ένα κεντρικό ξενοδοχείο ημιδιαμονής, ένας νέος άνδρας συλλαμβάνεται, την ώρα που το αναίσθητο σώμα μιας κοπέλας μεταφέρεται σε ασθενοφόρο. Από το ασυνήθιστο αντάμωμά του Δημήτρη (Γιάννης Κοκιασμένος) και της Όλγας (Σοφία Γεωργοβασίλη) στο ξενοδοχείο αυτό μερικούς μήνες πριν, μέχρι τη μοιραία επιστροφή τους εκεί, ό,τι έχει μεσολαβήσει δεν είναι παρά η απεγνωσμένη, επίπονη προσπάθεια δύο ανθρώπων να αγαπηθούν.
Μέσα από μία και μόνη οπτική γωνία, εκείνη του Δημήτρη (τον οποίο ασφαλώς δε βλέπουμε ποτέ), η Χρονοπούλου αφηγείται σε μια καλοδεμένη σειρά ασπρόμαυρων μονοπλάνων (σε διεύθυνση φωτογραφίας του Χρήστου Αλεξανδρή), την τραγική πορεία μιας φλογερής σχέσης, επιλέγοντας να παραδώσει την αλήθεια της στην κρίση της μόνης πραγματικά φιλόξενης χώρας για το άρρητο και πάντα περίπλοκο συναισθηματικό μας φάσμα: στη χώρα της υποκειμενικότητας.
Μυστικά, μισές αλήθειες, ψέματα αλλά και από την άλλη μία ειλικρινής, εγγενής ανάγκη για συντροφικότητα δύο μοναχικών ανθρώπων που αναζητούν στο πρόσωπο του άλλου μια πυξίδα (σημειώνεται πως η Μικρή Άρκτος που χαρίζει τον τίτλο στην ταινία είναι ο αστερισμός που πρέπει να αναζητήσει κανείς στον νυχτερινό ουρανό του βορείου ημισφαιρίου προκειμένου να προσανατολιστεί), καταλήγουν στο συντριπτικό γεγονός της κακοποίησης, μίας πράξης που ακυρώνει την αγάπη και το θεμέλιο του αλληλοσεβασμού.
Πόσο όμως ακυρώνει η εξέλιξη αυτή τις όποιες (αγαθές, ας υποθέσουμε) προθέσεις του καθενός; Και πόση σημασία, υποκειμενική έστω, μπορεί να διατηρήσει η ενδιάμεση πορεία και όσα χτίστηκαν εντός της, δεδομένης της κατάληξης;
Το γεγονός πως το τέλος της ιστορίας μας έχει εξαρχής δοθεί, λειτουργεί στα χέρια της σκηνοθέτιδας ως πρώτης τάξεως ευκαιρία να μας εμπλέξει απευθείας στα άδυτα των δύο ηρώων, καθώς και στα επίμονα «γιατί» της διαδρομής τους. Η Χρονοπούλου μας προσκαλεί να βυθιστούμε στις γκρίζες ζώνες της ψυχοσύνθεσης του Δημήτρη και της Όλγας, στο πεδίο της αφόρητης υπαρξιακής τους αβεβαιότητας και της αυστηρά υποκειμενικής τους αλήθειας.
Και η συνδρομή τόσο της εξαιρετικής Γεωργοβασίλη («Μαύρο Λιβάδι»), στο ρόλο μιας φιγούρας εύθραυστης και ταυτόχρονα βασανιστικά αινιγματικής, όσο και του «αόρατου» αλλά ηχηρά παρόντα Κοκιασμένου (που μόνιμα κρυμμένος πίσω από την κάμερα μας χαρίζει ένα μοναδικό βλέμμα στα πράγματα, μασκάροντας παράλληλα ιδανικά την ασυμβατότητα της πραγματικής ηλικίας του διακεκριμένου πρωταγωνιστή στης «Στρέλλας» με τη νεότητα του ήρωα που εδώ υποδύεται), αποδεικνύεται καθοριστική στην επιτυχία της «Μικρής Άρκτου».
Άλλωστε, με τον ήρωα να γίνεται βλέμμα και την ηρωίδα να το επιστρέφει επί της ουσίας στον ίδιο θεατή, ο τελευταίος καλείται να αναμετρηθεί με μία αντιδιαμετρική και ταυτόχρονα συμπληρωματική προσέγγιση μιας σχέσης που σε κανένα σημείο της δεν προκρίνει εύκολες ή βολικές απαντήσεις. Μόνο πνιγηρά, απολύτως ανάγλυφα στην αληθοφάνειά τους ερωτήματα.