Για έναν έμπειρο δημιουργό και κάτοχο δύο Όσκαρ σεναρίου όπως ο Αλεξάντερ Πέιν, το τελευταίο που περιμένει κανείς είναι να χάσει πλήρως τον έλεγχο στο παιχνίδι του σεναρίου. Πράγμα που προκαλεί κατάπληξη πώς το «Downsizing» προέκυψε τόσο επιεικώς ανοικονόμητο και αφελές, κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με τη συνολική προσέγγιση και ανάπτυξη της καταρχήν ενδιαφέρουσας σεναριακής του ιδέας.
Η νέα ταινία του ελληνοαμερικανού σκηνοθέτη που έχει αγαπηθεί ιδιαίτερα για ταινίες όπως τα «Σχετικά με τον Σμιντ», «Πλαγίως» και «Νεμπράσκα», εκτυλίσσεται σε ένα παρόν όπου έχει βρεθεί λύση στον κίνδυνο της οικολογικής καταστροφής εξαιτίας του υπερπληθυσμού και της ρύπανσης. Η επιστήμη έχει καταφέρει να σμικρύνει θεαματικά τη μάζα του ανθρώπινου σώματος, δημιουργώντας πλέον κοινωνίες στις οποίες ευημερούν «μικροί» άνθρωποι, ύψους το πολύ 12 εκατοστών. Τα οικονομικά κίνητρα και οι παροχές που δίνονται στους «κανονικούς» ανθρώπους προκειμένου να συρρικνωθούν είναι τεράστια, αφού θα καταναλώνουν και θα ρυπαίνουν λιγότερο διάγοντας βίο σαφώς πολυτελέστερο σε σχέση με αυτόν που έχουν. Και αυτό είναι κάτι που δεν αφήνει ασυγκίνητο τον Πολ (Ματ Ντέιμον) και την Όντρεϊ (Κρίστεν Γουίγκ), οι οποίοι πολύ θα ήθελαν να ζουν μια πιο άνετη ζωή.
…φτάνει να πιστέψει κανείς πως ο Αλεξάντερ Πέιν έπαθε Γουίλ Σμιθ και παραδόθηκε σε new age αμπελοφιλοσοφίες της κακιάς ώρας.
Τα προβλήματα με το «Downsizing» ξεκινούν από την αδικαιολόγητα μεγάλη διάρκεια των 135 λεπτών, εντός των οποίων βολοδέρνει ένα σενάριο σοκαριστικά αφελές και ανισόρροπο, σε βαθμό που φτάνει να πιστέψει κανείς πως ο Αλεξάντερ Πέιν έπαθε Γουίλ Σμιθ και παραδόθηκε σε new age αμπελοφιλοσοφίες της κακιάς ώρας. Όλες οι ενδιαφέρουσες ιδέες περί των οικολογικών και κοινωνικών αδιεξόδων που βιώνουμε σήμερα εξαντλούνται ή εγκαταλείπονται πριν βγει η πρώτη ώρα, αφήνοντάς μας για τη συνέχεια στο έλεος ενός κρεσέντο ορχηστρικής μουσικής που δε λέει να κοπάσει στιγμή (την υπογράφει ο Ρολφ Κεντ), το οποίο και ντύνει τα υπόλοιπα επεισόδια της ιστορίας που καταλήγουν να μοιάζουν ασύνδετα και εν πολλοίς ατελείωτα.
Σε ό,τι αφορά το καστ, οι ερμηνείες είναι από φλατ (Ματ Ντέιμον) μέχρι εκνευριστικές. Ειδικά η Χονγκ Τσάου, έχει βαλθεί να υποδύεται μια λαλίστατη Βιετναμέζα με τρόπο που εύκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί στερεοτυπικός σε βαθμό παρεξηγήσεως. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί ίσως η παρουσία του μπριόζου Κριστόφ Βαλς, ο οποίος όμως και πάλι δεν κάνει κάτι περισσότερο από το να δίνει χρώμα σε έναν χαρακτήρα-καρικατούρα. Μοιραία λοιπόν, από τη στιγμή που το αφελώς διδακτικό φιλμ του Πέιν παρουσιάζει τέτοια θεαματική αστοχία υλικών σε όλα τα επίπεδα, δεν αποτελεί μυστήριο που μοιάζει ικανό μονάχα για να γεμίσει το τηλεοπτικό πρόγραμμα των Κυριακάτικων μεσημεριών.