Η ζωή ενός παντρεμένου ζευγαριού (Τζένιφερ Λόρενς και Χαβιέ Μπαρδέμ) αναστατώνεται, όταν δυο απρόσκλητοι επισκέπτες (Εντ Χάρις και Μισέλ Φάιφερ) ταράζουν την ήρεμη ρουτίνα του. Η αδιάκριτη συμπεριφορά των φιλοξενούμενων θα γίνει σύντομα μία ανησυχητική πρόκληση που θα αποκαλύψει τις ρωγμές της καλογυαλισμένη οικογενειακής εστίας και θα ορίσει εκ νέου έννοιες όπως αγάπη, αφοσίωση και θυσία.
Είναι πάρα πολλά αυτά που μπορείς να πεις για τη «μητέρα!» και πολύ λίγα αυτά που μπορείς να χρησιμοποιήσεις για να αφήσεις την εμπειρία της ταινίας καθαρή στον θεατή. Γιατί η νέα ταινία του Ντάρεν Αρονόφσκι είναι ξεκάθαρα μία εμπειρία. Εξοργιστική και θαυμαστή, συναισθηματική και σοκαριστική, άσχημη και ανταποδοτική. Προσφέρεται για αναγνώσεις που χωρούν σε πολλαπλά δίπολα και μπορούν να εκφράσουν τα πιο αντιφατικά όρια και τις πιο αντιθετικές απόψεις. Σε 121’ λεπτά η «μητέρα!» διασχίζει με ευκολία ένα εύρος εννοιολογικού περιεχομένου και συναισθηματικής απόκρισης για το οποίο δεν σε έχει προετοιμάσει κανείς. Ούτε μπορεί.
Όπως αναφέρει και ο ίδιος ο Αρονόφσκι «είναι τρελή η εποχή που ζούμε» και με τη «μητέρα!» επιχειρεί να επιστρέψει κινηματογραφικά στην εφιαλτική κατάβαση που επιφυλάσσει το ταραγμένο σώμα («Μαύρος Κύκνος», «Ο Παλαιστής») και πνεύμα («π», «Ρέκβιεμ για Ένα Όνειρο») ενός ανθρώπου στα όρια. Ολοκληρώνοντας μία θεματική τριλογία που είναι κοντά στις πνευματικές αναζητήσεις της «Πηγής της Ζωής» και στην ανθρωπολογική προσέγγιση του «Νώε», παραδίδει στο «μητέρα!» μία ψυχεδελική παραβολή, μία γενναιόδωρη σπουδή της γυναικείας ψυχολογίας και ένα πυρετώδες όνειρο. Από την ιψενική εικονογραφία της μικροαστικής ζωής στην επαρχία και το δράμα δωματίου, μέχρι την ύπουλη ειρωνεία του ψυχολογικού τρόμου στο σινεμά του Πολάνσκι ή την «εισβολή» στο οικείο, μόνιμη θεματική του κινηματογράφου του Χάνεκε, ο Αρονόφσκι συνθέτει ένα αμετροεπές πορτρέτο της κλιμακούμενης παράνοιας του σύγχρονου Εγώ και εξετάζει τις κρυφές επιθυμίες, τους εγγενείς φόβους και τις αστικές νευρώσεις ενός κόσμου που πολύ απλά «συνήθισε την τρέλα».
…ο Αρονόφσκι εγκυμονεί στη «μητέρα!» ένα εμπρηστικό ψυχόδραμα, μία βιβλική αλληγορία κι ένα ακραίο θρίλερ σε μία συναρπαστική κινηματογραφική εμπειρία
Δεν είναι παράξενο που η ταινία διχάζει και πολώνει το κοινό τόσο έντονα. Φαίνεται πως έχει γίνει άλλωστε με αυτό το σκοπό. Και η αλήθεια είναι πως στη «μητέρα!» τα γκρο πλαν, τα υποκειμενικά πλάνα και τα ελικοειδή μοτίβα, σήματα κατατεθέν του Αρονόφσκι, είναι πιο άβολα, φορτικά και επιθετικά από ποτέ με εικόνες που προκαλούν σφοδρή και άμεση επίκληση στο συναίσθημα. Όλα στην υπηρεσία μιας ιστορίας που θέλει να σχολιάσει την αφόρητη ζωή του σύγχρονου κόσμου με βασικό συντακτικό τη δομή ενός από τους πιο αρχαίους μύθους του. Η έπαρση του δημιουργού, η φανατική λατρεία του όχλου, η κατάρρευση των οικοσυστημάτων, οι πολεμικές συρράξεις, η αέναη προσφορά της μάνας γης, η κρίση των οικογενειακών δεσμών, η κυκλοτερής επανάληψη των λαθών, τα αδηφάγα «θέλω» και τα ψυχαναγκαστικά «μπορώ» είναι η ουσία της «μητέρας!».
Στην προσπάθεια όμως να ενορχηστρώσει το χάος, υπάρχουν στιγμές που η άγρια φαντασία και η οπτική υπερβολή της «μητέρας!» δείχνει να αποξενώνει συνειδητά το κοινό της. Η ειρωνική αντίστιξη με τους χολιγουντιανούς, φωτογενείς πρωταγωνιστές (Τζένιφερ Λόρενς, Χαβιέ Μπαρδέμ, Μισέλ Φάιφερ) δεν λειτουργεί άμεσα και σε αρκετά σημεία αποσπά την προσοχή από τη συμβολική διάσταση των χαρακτήρων. Το ξέσπασμα που κορυφώνει το 25λεπτο φινάλε είναι τεχνικά εντυπωσιακό, αλλά προκύπτει αθροιστικά στη μαζική αφηγηματική υστερία που κρατά το ίσο μόνιμα σε μία υπέρβαση, αδιαφορώντας για σημασιολογικές παύσεις που θα έδιναν μεγαλύτερη ένταση στις κορυφογραμμές του σεναρίου.
Η «μητέρα!» είναι μία ταινία ταγμένη στην «προσφορά» όπως η ηρωίδα της και το σημείο στίξης που συνοδεύει τον τίτλο της μία διφορούμενη έκφραση αιχμηρού θαυμασμού. Εξάλλου όλα στην ταινία είναι πιο εμφατικά. Ο χρόνος θα δείξει αν ο Δημιουργός και το ποίμνιο, μετά την κατήχηση, θα είναι πιο αλαζόνες ή ευλαβείς. Το σίγουρο είναι πως ο Αρονόφσκι εγκυμονεί στη «μητέρα!» ένα εμπρηστικό ψυχόδραμα, μία βιβλική αλληγορία κι ένα ακραίο θρίλερ σε μία συναρπαστική κινηματογραφική εμπειρία που πρέπει να «δεις για να πιστέψεις».