Στην ένατη, αισίως, σκηνοθετική του προσπάθεια, ο Ισπανός μετρ του ευρωπαϊκού τρόμου, αφήνει κατά μέρος την ερασιτεχνική, τηλεοπτική προσέγγιση των πρώτων «[rec]», αλλά και τους χιτσκοκικούς μηχανισμούς που κορυφώνουν το σασπένς στον ψυχωσικό «Θυρωρό» του, και στρέφει την προσοχή σε ένα διαφορετικό υποείδος του σινεμά της αγωνίας (η παρερμηνεία, όπως και η κατάχρηση των όρων «θρίλερ» και «horror» συμβαίνει ουκ ολίγες φορές στη χώρα μας) διασκευάζοντας το μυθιστόρημα «Η γυναίκα με το νούμερο 13» του Χοσέ Κάρλος Σομόθα και κινηματογραφώντας -για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό- στην αγγλική γλώσσα, έχοντας ταυτόχρονα στη διάθεση του ένα αξιόλογο διεθνές καστ.
Ο Έλιοτ Κόουαν («Οι Δαίμονες του Ντα βίντσι») ενσαρκώνει τον καθηγητή πανεπιστημίου του Trinity College του Δουβλίνου Σάμιουελ Σάλομον, ο οποίος, σχεδόν ένα χρόνο μετά από μια δυσβάσταχτη προσωπική τραγωδία που έμελλε να αλλάξει ολοκληρωτικά τη ζωή του, βασανίζεται ακατάπαυστα από έναν επαναλαμβανόμενο εφιάλτη• αυτόν της δολοφονίας μιας γυναίκας, μέσα σε ένα ημι-εγκαταλελειμμένο σπίτι, με τρόπο που θυμίζει έντονα θρησκευτικό τελετουργικό. Τα πράγματα παίρνουν μια ακόμη πιο σκοτεινή τροπή όταν ο φόνος που ονειρεύεται συμβεί στην πραγματικότητα και κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Αποφασισμένος να ανακαλύψει την αλήθεια, ο καθηγητής μπαίνει κρυφά στον τόπο του εγκλήματος, εκεί οπού θα συναντήσει την Ρέιτσελ, μια γυναίκα που ισχυρίζεται ότι έχει τους ίδιους εφιάλτες με αυτόν. Μαζί της θα προσπαθήσει να λύσει το μυστήριο, το οποίο επίσης περιλαμβάνει μια σειρά από παράξενες εξαφανίσεις γνωστών συγγραφέων παθιασμένων με τις Μούσες, τις μυθικές γυναικείες οντότητες που αποτελούν πηγή έμπνευσης για κάθε διανοητική δραστηριότητα.
Παρότι οι υποβλητικές, αποχρωματισμένες εικόνες και το ατμοσφαιρικό σάουντρακ της έναρξης δίνουν την εντύπωση ενός τουλάχιστον τίμιου θρίλερ που γνωρίζει καλά τους κινηματογραφικούς όρους του παιχνιδιού που πάει να παίξει, το φιλμ του Μπαλαγκουέρο δεν αργεί να αποδείξει τη σεναριακή του γύμνια, παραθέτοντας ένα μάτσο ασάφειες, υπερφίαλες αερολογίες γύρω από τη δύναμη της ποίησης, αυθαίρετες ή αδιέξοδες υποπλοκές και μια αφήγηση που κάθε τόσο αποζητά έναν -τουλάχιστον- δίλεπτο επεξηγηματικό μονόλογο κάποιου από τους αδιάφορους χαρακτήρες, για να αποκτήσει την ελάχιστη συνοχή και συνάφεια. Και όλα αυτά χωρίς να αναφερθεί κανείς στον τροφοδότη της έντασης και του σασπένς, τις ίδιες τις Μούσες δηλαδή, των οποίων τον αριθμό δεν πρόκειται να κατανοήσεις σχεδόν ποτέ (από τις δεκατρείς του βιβλίου, υποτίθεται ότι μειώθηκαν τελικά σε επτά, για λόγους κινηματογραφικής ισορροπίας) όπως άλλωστε και τα κίνητρα, τους σκοπούς ή τις υπερφυσικές τους δυνάμεις.
Για τρόμο, κάποιας μορφής ανατροπή ή έστω μια πιστευτή σεναριακή επεξήγηση, ούτε λόγος. Αντιθέτως, το φιλμ μοιάζει να κατακλύζεται από την αχρείαστη ανάγκη να σου πετάξει μια σειρά από φτηνά κλισέ του είδους (από κατσαρίδες μέχρι απόκοσμα γέρικα πρόσωπα), αφήνοντάς σε μάταια να αναζητάς το λόγο για τον οποίο η ελλιπής πλοκή μετατρέπει χωρίς οίκτο την Φράνκα Ποτέντε του «Τρέξε Λόλα, Τρέξε» ή (ακόμη χειρότερα) τον συνηθισμένο πια σε ολιγόλεπτες εμφανίσεις Κρίστοφερ Λόιντ, σε χαρακτήρες-καρικατούρες, επιφορτισμένους κυρίως με το καθήκον να αποδείξουν πόσo αποτρόπαια είναι τα βασανιστήρια που μπορούν να τους υποβάλλουν οι μαυροφορεμένες μάγισσες-μούσες.
Αν εξαιρέσεις λοιπόν κομμάτια της αφήγησης που βασίζονται εξ’ ολοκλήρου στην στοιχειωμένη μεγαλοπρέπεια των τοποθεσιών (γυρισμένο κυρίως στην Ιρλανδία και το Βέλγιο) ή στον ερμηνευτικό επαγγελματισμό των κεντρικών χαρακτήρων, το νέο κινηματογραφικό δημιούργημα του Χάουμε Μπαλαγκουέρο αγγίζει την ολοκληρωτική καταστροφή. Μοιάζει εμφανές ότι, στην προσπάθειά του να μεταφέρει ακέραια τη συγγραφική πρώτη ύλη στην οθόνη, ο σκηνοθέτης (σε συνεργασία με τον Φερνάντο Ναβάρο) χάνει την επαφή με την ουσία της αφήγησης, που δεν μοιάζει να είναι άλλη από την απεγνωσμένη ανάγκη για έμπνευση η οποία μπορεί να γεννήσει τέρατα και να οδηγήσει στην εμμονή και τον αλύτρωτο βασανισμό. Γνωρίζοντας ότι θα ακουστεί ως ευτελές το λογοπαίγνιο (αλλά παρόλα αυτά ιδιαίτερα ακριβές), φαίνεται ότι αυτή τη φορά οι Μούσες δεν πέρασαν ούτε απ’ έξω από το σπίτι του Ισπανού σκηνοθέτη.