Αν μέχρι πρότινος ο σκηνοθέτης του «Είμαι ο Έρωτας» («I Am Love») και του προπέρσινου «Κάτω από τον Ήλιο» («A Bigger Splash») δυσκολευόταν να ξεφύγει από τον ασφυκτικό χαρακτήρα ενός επιδέξιου και καλόγουστου στυλίστα, με την καινούργια του ταινία παίρνει αυτομάτως προαγωγή και αποκτά θέση ανάμεσα στους πιο ενδιαφέροντες δημιουργούς του μοντέρνου ευρωπαϊκού σινεμά. Με το «Να με Φωνάζεις με τ’ Όνομά μου» ο Λούκα Γκουαντανίνο διασκευάζει με ξεχωριστή ευαισθησία, και με την καταλυτική σεναριακή συνδρομή του παλαίμαχου Τζέιμς Άιβορι («Επιστροφή στο Χάουαρντς Έντ», «Τα Απομεινάρια μιας Μέρας») το ομότιτλο βιβλίο του Αντρέ Ασιμάν και παραδίδει ένα συναισθηματικά γενναιόδωρο και ευγενές συγκινησιακά φιλμ πάνω στα ανεξίτηλα σημάδια που αφήνουν οι πρώτοι έρωτες, τα σφοδρά παρθενικά χτυποκάρδια, την επώδυνη διαδικασία της ενηλικίωσης και τα μυστηριώδη καλέσματα της καρδιάς και του κορμιού.
Το αποτέλεσμα της συνεργασίας ανάμεσα στον Γκουαντανίνο και τον Άιβορι είναι κάτι μαγικό. Μια ερωτική ιστορία ικανή να αγγίξει θεατές πάσης σεξουαλικής κατεύθυνσης, ένα αφήγημα ενηλικίωσης με επίκεντρο έναν από τους πιο τρυφερά σκιαγραφημένους νεαρούς ήρωες που έχουμε συναντήσει στη μεγάλη οθόνη και μαζί ένα φινετσάτο αισθηματικό δράμα, λουσμένο στον δυνατό ήλιο και στις σαγήνες του θέρους, το οποίο φέρνει στο μυαλό κομψοτεχνήματα όπως οι φιλμικές παραβολές του Ερίκ Ρομέρ ή το «Φύσημα στην Καρδιά» του Λουί Μαλ.
Ένα συναισθηματικά γενναιόδωρο και ευγενές συγκινησιακά φιλμ πάνω στα τα μυστηριώδη καλέσματα της καρδιάς και του κορμιού.
Ταξιδεύοντας σε μια εκθαμβωτικά γραφική τοποθεσία της ιταλικής επαρχίας του 1983, στο μέσο ενός ακαταμάχητου καλοκαιριού, το «Να με Φωνάζεις με τ’ Όνομά σου» παρακολουθεί τη σεξουαλική αφύπνιση ενός ανήσυχου και πανέξυπνου 17χρονου, μοναδικού γόνου δυο φιλελεύθερων ακαδημαϊκών, τον αισθηματικό κόσμο του οποίου θα συγκλονίσουν όχι οι ερωτικές συνευρέσεις με ένα ντόπιο κορίτσι αλλά ο ερχομός ενός φωτογενούς Αμερικανού ασκούμενου, εφτά χρόνια μεγαλύτερου σε ηλικία, που συμφωνεί να περάσει λίγες εβδομάδες στην θεσπέσια βίλα της οικογένειας προκειμένου να βοηθήσει τις έρευνες του καθηγητή πατέρα στον τομέα του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού.
Ο Έλιο και ο Όλιβερ θα προσεγγίσουν στην αρχή διστακτικά ο ένας τον άλλο, μην γνωρίζοντας πώς να διαχειριστούν, πόσω μάλλον να εκφράσουν, τη διογκούμενη έλξη που δεν αργεί να εκδηλωθεί ανάμεσά τους. Όταν όμως το ρολόι δείξει μεσάνυχτα, στη διάρκεια μιας βραδιάς όπου η νυχτερινή πλάση θαρρείς ότι παρακολουθεί βουβή και συνομωτική έξω από ένα ανοιχτό παράθυρο, οι δυο ήρωες θα μετατρέψουν την επιθυμία τους σε μια επείγουσα και εξερευνητική ανάγκη για επαφή και για αγάπη.
Συλλαμβάνοντας τον πόθο τους μέσα σε όλες του τις θερμοκρασίες και τις εντάσεις, ο Γκουαντανίνο στήνει με ηδονική προσμονή το παιχνίδι της αποπλάνησης και της αμοιβαίας παράδοσης, αναπαριστώντας τον ερωτικό χορό ανάμεσα στους δυο ήρωες σαν το αναπόφευκτο ξύπνημα των ενστίκτων απέναντι στα καλέσματα μιας φύσης η οποία πάλλεται διαρκώς μέσα στην έκστασή της.
Σου ραγίζει την καρδιά με τον πιο γλυκό και μεγαλόψυχο τρόπο κι αυτό είναι ένα δώρο που σπάνια κανείς συναντά πλέον σε μια σκοτεινή αίθουσα.
Το «Να με Φωνάζεις με τ’ Όνομά σου» δεν ανήκει, ωστόσο, στο είδος των δημιουργιών τις οποίες μπορεί κανείς να μεταχειριστεί δίκαια με το να συνοψίζει απλά το περιεχόμενό τους σε λίγες παραγράφους. Από την πρώτη εξομολόγηση στην πλατεία ενός χωριού, ένα γεμάτο νόημα άγγιγμα στην πλάτη, τη μελαγχολία των τραγουδιών του Σούφιαν Στίβενς, τον εμψυχωτικό και αφοπλιστικά ειλικρινή μονόλογο που απευθύνει ένας πατέρας στον ερωτοχτυπημένο γιο του, το τελευταίο κοντινό πλάνο που με δυσκολία κανείς παρακολουθεί δίχως έναν κόμπο στο λαιμό ή τις αμέτρητες εκφράσεις που αλλάζει το πρόσωπο του Τιμοτέ Σαλαμέ (η 21χρονη ερμηνευτική αποκάλυψη του φιλμ) ενώ το εσωτερικό του συνταράζεται από πρωτόγνωρα συναισθήματα, η ταινία είναι γεμάτη από υπέροχες μικρές στιγμές, λεπτομέρειες από μια πολύτιμη καρτ ποστάλ της μνήμης, κομμάτια αναμνήσεων από ένα καλοκαίρι, μια νιότη και μια αγάπη που δεν θα συμβούν ξανά, αλλά και δεν θα ξεθωριάσουν. Τα ωραιότερα πράγματα είναι γραπτό να χαθούν γρήγορα, όμως δεν θα ξεχαστούν.
Το «Να με Φωνάζεις με τ’ Όνομά σου» είναι αλήθεια πως σου ραγίζει την καρδιά με τον πιο γλυκό και μεγαλόψυχο τρόπο. Κι αυτό είναι ένα δώρο που σπάνια κανείς συναντά πλέον σε μια σκοτεινή αίθουσα. Ο Γκουαντανίνο το προσφέρει ανεπιτήδευτα και απλόχερα, υπενθυμίζοντας την ανάγκη να συμφιλιώνεται κανείς με τον κρυμμένο πόνο που κρύβουν τα σεισμικά σκιρτήματα αυτής της ζωής και υπογράφοντας μια ταινία την οποία θα δυσκολευτεί πολύ να ξεπεράσει στην υπόλοιπη καριέρα του.