Έρχονται μερικές φορές οι στιγμές εκείνες που συνειδητοποιείς, μάλλον ανήμπορος να αντιδράσεις, ότι ίσως να μην έχεις το κουράγιο, το θάρρος και την ικανότητα να αποτυπώσεις με λόγια αυτό που αισθάνεσαι, που ακούς, που βιώνεις. Το οπτικό παραλήρημα ενός φιλμ οπού το παρελθόν τρέφεται με το παρόν, ενός δημιουργήματος γεμάτο ένταση και πόνο, φροϊδική καταπίεση ανεκπλήρωτες εμμονές και υπόκωφη εκδίκηση, είναι ικανό να σε βυθίσει ολοκληρωτικά μέσα στην τρομακτική απόλαυσή του, όμοια με εκείνο το υγρό σκοτάδι που καταπνιγεί τους επίδοξους εραστές της Σκάρλετ Γιόχανσον στο οπερατικό «Κάτω από το δέρμα» του Τζόναθαν Γκλέιζερ. Καθώς σταδιακά εγκαταλείπεις κάθε ελπίδα και αρχίζεις να λεκιάζεσαι με το ανεξίτηλο μαύρο μελάνι που ποτίζει και ποτίζεται από τη νύχτα, βουτάς στον κόσμο του Τομ Φορντ και των «νυκτόβιων πλασμάτων» του, έναν μελαγχολικά βίαιο κόσμο, βαθιά δυστυχισμένο, στον οποίο οι χαρακτήρες καταφέρνουν να χάνονται ή καλύτερα να απορροφώνται βαθμιαία από το μπαγκράουντ.
Έναν κόσμο στον οποίο, όταν ο αδύναμος αποφασίζει να μετατραπεί σε δυνατός, ακόμη και το χαρτί είναι ικανό να χαράξει πολύ βαθιά. Ανοίγοντας την αυλαία με μια συγκλονιστική σκηνή που σε αρπάζει κυριολεκτικά από το λαιμό, που λάμποντας μέσα στην απωθητική γοητεία της αντηχεί τα γκροτέσκ freak show του Ντέιβιντ Λιντς, ο γνωστός σχεδιαστής μόδας και σκηνοθέτης του υπέροχα «καλλιεργημένου» μελοδράματος του 2009 «Ένας Αντρας Μόνος», ανεβάζει τον πήχη ακόμη ψηλότερα, διεκδικώντας δάφνες που ξεπερνούν τα καλλιτεχνικά όρια μιας συμβατικά πετυχήμενης κινηματογραφικής δημιουργίας.
Κάποιος έχει πει ότι «λες συνεχώς στον εαυτό σου ιστορίες για να μπορέσεις να συνεχίσεις να ζεις». Πολλές φορές όμως τις λες και για να μπορέσεις να πεθάνεις, ή μάλλον καλύτερα, να σκοτώσεις. Η ταινία του Φορντ στοχάζεται ακριβώς επάνω στον τρόπο με τον οποίο δουλεύει η ίδια η μυθοπλασία, συνδέοντας με μοναδική κινηματογραφική ευρηματικότητα ένα ρομαντικά εφιαλτικό παραμύθι με ένα συναισθηματικό μακελειό. Ελαστικά χωρισμένο σε δύο βασικές πλοκές -και μία τρίτη υπό διαρκή κατασκευή- το φιλμ εισβάλει στον κόσμο της ρεαλίστριας Σούζαν, μιας υπερ-επιτυχημένης επαγγελματικά αλλά καταρρακωμένης ψυχολογικά ιδιοκτήτριας γκαλερί μοντέρνας τέχνης (σπουδαία η ερμηνεία της Έιμι Άνταμς, η οποία τελευταία επιλέγει το ένα εξαιρετικό πρότζεκτ μετά το άλλο), που ζει σε έναν πολυτελή και καλογυαλισμένο κόσμο γεμάτο junk κουλτούρα, προκλητικά σοκαριστικές εικόνες και σχεδόν ψυχιατρικά καταπιεσμένη «τελειότητα». Υπάρχει όμως και ένας άλλος κόσμος. Ο αβάσταχτα βίαιος κόσμος του αδημοσίευτου βιβλίου (αφιερωμένο σε αυτήν) που κάποια στιγμή λαμβάνει από τον πρώην άντρα της (Τζέικ Τζίλενχαλ). Καθώς αυτός αρχίζει να ξεδιπλώνεται μπροστά της περιγράφοντας μια δυσβάσταχτη αστυνομική ιστορία απαγωγής, θεατής και αναγνώστης μπαίνουν σε ένα αφηγηματικό δωμάτιο με καθρέφτες που ο καθένας τους αντανακλά τη δική του οπτική γωνία της πραγματικότητας, μέσα στην οποία συνωστίζονται ματαιωμένες ελπίδες, αναπόφευκτες συνειδητοποιήσεις και τρομακτικά ομοιώματα κάποιων, που κάποτε προκαλούσαν μόνο απέχθεια.
Ο δημιουργός πρακτικά σε αναγκάζει να νοιαστείς ισάξια και για τις δύο ιστορίες που εξελίσσονται ταυτόχρονα ενώπιόν σου, δημιουργώντας κινηματογραφικές συσχετίσεις σχεδόν σε όλα τα επίπεδα, με τα γεγονότα να συγκλίνουν με τρόπο τον οποίο μάλλον θα πρέπει να δεις για να συλλάβεις ολοκληρωτικά. Σχεδόν όλες οι σκηνοθετικές νύξεις, τα υπερβατικά ρακόρ, οι χρονικά ακαθόριστες σεκάνς και οι στρεβλωμένες συνθέσεις αντηχούν οπτικά σε κάποια άλλη στιγμή στο φιλμ, σχεδιάζοντας μια αφόρητα διεισδυτική ιστορία αγάπης, μίσους και εκδίκησης, γεμάτης ψυχαναλυτικές κοντινές λήψεις, κατάμαυρα βουβά καρέ και κατ που ρυθμίζονται από τους χτύπους της καρδιάς.
Παρατηρώντας σε στιγμές τους ανθρώπους με την ίδια ψυχρότητα που παρατηρεί αντικείμενα, ο Φορντ μοιάζει να στοχάζεται διαρκώς πάνω στην άλλη του ιδιότητα (αυτή του σχεδιαστή), παραδίδοντας παράλληλα απειλητικές σκηνές κατάρρευσης του οικογενειακού καταφυγίου (φέρνοντας στο νου τον «Κρυμμένο» του Χάνεκε) και βάφοντας τα ουδέτερα και επιτηδευμένα μίνιμαλ δωμάτια του σπιτιού της Σούζαν -τα οποία μοιάζουν σαν να μην τα έχει αγγίξει ποτέ ανθρώπινο χέρι- με το βαθύ κόκκινο των χειλιών, του βελούδου ή του αίματος.
Συνταρακτικά ερμηνευμένο και από τους τρεις βασικούς χαρακτήρες (ο Τζίλενχαλ συνεχίζει να αποδεικνύει την ερμηνευτική του σημαντικότητα, όμως είναι ο Μάικλ Σάνον που εδώ κλέβει κυριολεκτικά την παράσταση) και επενδυμένο από τον ανατριχιαστικό μουσικό λυρισμό του Άμπελ Κορζενιόφσκι, το μαύρο magnum opus του Φορντ, βασισμένο στη νουβέλα του Όστιν Ράιτ με τίτλο «Τόνι και Σούζαν» που προσάρμοσε σεναριακά ο ίδιος ο σκηνοθέτης, αφηγείται με απόλυτα καθηλωτικό τρόπο μια ιστορία που εντοπίζεται πάντα μέσα της τοξικές αντανακλάσεις της σαγηνευτικής (και ελαφρώς αυτάρεσκης) αισθητικής λάμψης του δημιουργού της. Μόνο ο χρόνος θα δείξει αν τελικά έχουμε να κάνουμε με μία από τις σημαντικότερες ταινίες των τελευταίων ετών. Επάξια πάντως, αυτό το αριστουργηματικά οργισμένο μετα-νουάρ, συγκαταλέγεται στις πιο συγκλονιστικές κινηματογραφικές εμπειρίες της χρονιάς.