«Ο Εικοστός Μου Αιώνας», έρχεται από το τόσο μακρινό και τόσο κοντινό 1989, με την τιμή της ψηφισμένης από τους συμπατριώτες της, στο γύρισμα της χιλιετίας, ως μιας από τις 12 καλύτερες ουγγρικές ταινίες όλων των εποχών και τον χαρακτήρα μιας δημιουργίας σφραγισμένης από τις ραγδαία μεταβαλλόμενες συνθήκες στην τότε Ουγγαρία. Μια από τις επαναστατημένες χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας που, ωστόσο, έζησε στο πετσί της το νόημα της σοβιετικής εκδοχής του σοσιαλισμού, η Ουγγαρία των τελών του ’80 βρέθηκε, αναπόφευκτα, στο επίκεντρο της λογικής της περεστρόικα που έφερνε έναν αέρα αλλαγής (όχι πάντα θετικής) στις ζωές, την τέχνη και την αντίληψη του μέλλοντος των ανθρώπων της. Το παραπάνω, σε συνδυασμό με την βαριά ουγγρική κινηματογραφική παράδοση των Γιαντσό, Κολτάι, Ζάμπο, Φάμπρι και ουκ ολίγων άλλων (από τις λίαν ενδιαφέρουσες εθνικές κινηματογραφίες η ουγγρική – παραδόξως σε αναγέννηση τα τελευταία χρόνια), συνθέτουν την ένταση της γέννας ενός φιλμ σαν αυτό.
Δεν το περιγράφουν όμως. Οπωσδήποτε έξω από τη νόρμα της στρωτής αφήγησης και την παραδοσιακή εικονογραφία ενός φιλμ εμπορικής μέριμνας, «Ο Εικοστός Αιώνας Μου» μοιάζει να δανείζεται εξωτερικά στοιχεία από την ποιητική γραφή του Φελίνι, την προσωπική, μη γραμμική, εξομολογητική πνοή των πρώτων φιλμ του Ζάμπο (οπότε προσθέτεις και ολίγη από νουβέλ βαγκ) κι από κει κι έπειτα ελευθερώνεται σε μια δική του, σχεδόν αντιαφηγηματική, σφαίρα που περισσότερο θέλει να εσωτερικεύσει την λογική του ονείρου, παρά να σε γραπώσει με τυπικές αφηγηματικές εντάσεις.
Η ιστορία είναι απλή: Δυο δίδυμα κορίτσια χωρίζονται σε πολύ παιδική ηλικία και το ένα γίνεται μια ερωμένη πολυτελείας αφημένη στην υπηρεσία της αριστοκρατίας και των ηδονών και η άλλη γίνεται πολιτική ακτιβίστρια με επαναστατική δράση. Η Ένιεντι όμως δεν ενδιαφέρεται στο ελάχιστο να πείσει με την σεναριακή κατασκευή και την κατάδειξη. Αντίθετα, επιτρέπει στο φιλμ, μ’ έναν τόνο ονειρικό, παραμυθιακό (λες από Χανς Κρίστιαν Άντερσεν) και σε στιγμές δροσερά ερωτικό (λες από μια ηπιότατη «Ζιστίν»), να ξεστρατίσει στην χώρα του καθαρού αισθήματος, εκεί που τα νοήματα προκύπτουν περισσότερο από κάδρα-στίχους και ντεκουπάζ (η διαδοχή-παράταξη των πλάνων) τονικής παρά λογικής αιτιότητας.
Από τον «Εικοστό μου Αιώνα» θα βγεις αμήχανος, γαληνεμένος ή/και αποπλανημένος. Το πρώτο γιατί δεν θα πάρεις την σαφήνεια που γυρεύεις, το δεύτερο γιατί η Ένιεντι κινηματογραφεί σε ένα διαρκές, ψιθυριστό adagio και το τρίτο γιατί ενδέχεται να έχεις παραδοθεί στον ερωτισμό, τα παιχνιδίσματα της έξοχης φωτογραφίας και τον ειρμό μιας ταινίας που συναισθάνεται πως αρθρώνεται πλέον αλογόκριτα, ακριβώς κατά πως θα ήθελε.
Η Ένιεντι ελέγχει εντυπωσιακά για ντεμπούτο τα σημαντικά ενός φιλμ (τον ρυθμό, το ύφος, τον τόνο), εσωκλείει συνειδητά την αμηχανία του κοινωνικοπολιτικά καινούργιου που έρχεται, καινούργιου που το επιζητάς, αλλά δεν είσαι και σίγουρος πως σκιαγραφείται και ποια είναι η θέση σου σε δαύτο και αποδίδει ένα φιλμ-τεκμήριο μιας νοοτροπίας και μιας ατμόσφαιρας εποχής. H Ντορότα Σέγκντα κάνει ντεμπούτο σε διπλό ρόλο και είναι άπταιστη ενώ δίπλα της, ο Όλεγκ Γιανκόφσκι (οι ταρκοφσκικοί θα τον θυμηθούν αμέσως) είναι μαγνητικός. Οι πιστοί οφείλουν να παρευρεθούν.
(Η ταινία προβάλλεται σε εξαιρετική αποκατεστημένη 4Κ κόπια)