Υπάρχει ένα πρόσφατο ντοκιμαντέρ με τίτλο «Οι Βαν Γκογκ της Κίνας» που δείχνει την εξαιρετικά επικερδή φάμπρικα πίσω από τα αναρίθμητα αντίγραφα των διασημότερων έργων του Βαν Γκογκ που πωλούνται με το σωρό στο εμπόριο. Αναλογιζόμενος ότι για χάρη του «Loving Vincent» («Ο Αγαπημένος Σου Βίνσεντ» στα ελληνικά) χρειάστηκε να εργαστούν πάνω από 100 καλλιτέχνες προκειμένου να ζωγραφίσουν στο χέρι, μιμούμενοι το παροιμιώδες στυλ του εμβληματικού Ολλανδού ζωγράφου, κάθε ένα από τα 65 χιλιάδες καρέ αυτής της ταινίας, η σκέψη μου πηγαίνει συνειρμικά σε εκείνους τους ανώνυμους ζωγράφους-μιμητές του Βαν Γκογκ, τα φτηνά αντίγραφα των οποίων κοσμούν αμέτρητους τοίχους εκεί έξω.
Στην περίπτωση της ταινίας της Ντορότα Κομπιέλα και του Χιου Γουέλτσμαν είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς σε ποιον ανήκει κατά κύριο λόγο αυτή εδώ η δημιουργία που χρειάστηκε σχεδόν επτά χρόνια να ολοκληρωθεί. Στους δύο σκηνοθέτες που οραματίστηκαν μία ταινία για τον Βαν Γκογκ η οποία να μοιάζει σαν μια ζωντανή, κινούμενη ελαιογραφία του; Ή μήπως σε εκείνους τους εικαστικούς που με τις ατέλειωτες impasto πινελιές τους μετέτρεψαν υπομονετικά το live action υλικό με πραγματικούς ηθοποιούς (μεταξύ των οποίων η Σίρσα Ρόναν της «Εξιλέωσης» και ο Τζερόμ Φλιν του «Game of Thrones») που γύρισαν οι Κορμπιέλα και Γουέλτσμαν σε ένα πραγματικά ανεπανάληπτο animation, λες και το είχε ζωγραφίσει ο ίδιος ο Ολλανδός;
Τα γεγονότα στο «Ο Αγαπημένος Σου Βίνσεντ» εκτυλίσσονται ένα χρόνο μετά την αυτοκτονία του ζωγράφου και λαμβάνει τη μορφή ενός φιλμ μυστηρίου γύρω από τις ομιχλώδεις συνθήκες που οδήγησαν τον ψυχικά ταλαιπωρημένο καλλιτέχνη στο απονενοημένο διάβημα. Η ιστορία τοποθετείται στο καλοκαίρι του 1891, όταν ο νεαρός Αρμάν Ρουλέν αναλαμβάνει να παραδώσει στον Τεό Βαν Γκογκ το τελευταίο γράμμα που του έγραψε ο αγαπημένος του αδερφός, Βίνσεντ. Η είδηση πως ο Τεό έχει επίσης πεθάνει οδηγεί τον Αρμάν στο χωριό Οβέρ της Γαλλίας, τον τελευταίο σταθμό της ζωής του Βίνσεντ, γυρεύοντας απαντήσεις από τον γιατρό (ο Φλιν στο ρόλο του Πολ Γκασέ) που τον παρακολουθούσε.
Η ψυχεδέλεια και η βαθύτερη συναισθηματική ταλάντωση που προκαλούν στον παρατηρητή οι αυθεντικοί πίνακες του Βαν Γκογκ μπορούν να ανιχνευτούν και στον θεατή που θα βυθιστεί στον κινούμενο καμβά του «Loving Vincent»
Στο φιλμ παίρνουν ζωή (κυριολεκτικά) περισσότεροι από 130 πίνακες του Βαν Γκογκ, μεταξύ των οποίων η «Έναστρη Νύχτα», η «Βεράντα Καφενείου τη Νύχτα», «Το Πορτρέτο του Δρ. Γκασέ» και η «Έναστρη Νύχτα Πάνω από τον Ροδανό». Γεγονός που από μόνο του αποδεικνύεται εξαιρετικά μαγνητικό, τουλάχιστον ως προς το οπτικό μέρος που αποτελεί και τον βασικό λόγο ύπαρξης αυτής της ταινίας. Γιατί κακά τα ψέματα, η ψυχεδέλεια και η βαθύτερη συναισθηματική ταλάντωση που προκαλούν στον παρατηρητή οι αυθεντικοί πίνακες του Βαν Γκογκ μπορούν να ανιχνευτούν και στον θεατή που θα βυθιστεί στον καμβά του «Loving Vincent», εκτεινόμενα μάλιστα σε ένα επίπεδο επαυξημένης εμπειρίας εξαιτίας της ρευστότητας που αναδύδει η πιστότητα με την οποία οι δεκάδες εικαστικοί animators απέδωσαν τις τεχνικές του πρωτοπόρου μετα-ιμπρεσιονιστή ζωγράφου.
Άλλωστε το τελικό αποτέλεσμα παραμένει εντυπωσιακό στο μάτι -αλλά και στο αυτί, για να σημειώσουμε το εξαιρετικά ταιριαστό σκορ του Κλιντ Μανσέλ-, όσο κι αν ελοχεύει σταθερά στο φιλμ η με όρους πιστής ζωγραφικής απόδοσης «φάλτσα» κανονικοποίηση της κατατομής των εικονιζόμενων προσώπων ή η αλλοίωση της ιδιαίτερης προοπτικής που έχουν οι πίνακες του Ολλανδού, καθώς αυτοί «ζωντανεύουν» εδώ ως ξεπατικοτούρα όσων κατέγραψε η κάμερα πριν ζωγραφιστεί στο χέρι με την τεχνική του rotoscoping (η ίδια τεχνική που χρησιμοποιήθηκε μεταξύ άλλων στο «Βαλς Με Τον Μπασίρ»). Υπό αυτή την έννοια, η πάγια αισθητική επιλογή των δημιουργών της ταινίας να παραδώσουν έναν ζωντανό καμβά με το άγγιγμα του Βαν Γκογκ δεν κουμπώνει πάντα το ίδιο καλά με το ζωγραφικό τους πρότυπο, κάτι που παρατηρείται τόσο στα περισσότερο ακαδημαϊκά τους πλάνα που περιλαμβάνουν δύο πρόσωπα στο ίδιο κάδρο όσο κυρίως στις πολλές, ασπρόμαυρα ζωγραφισμένες σκηνές φλασμπάκ.
Πέραν των ενστάσεων που μπορεί να εγείρουν οι αμιγώς αισθητικές επιλογές των δημιουργών (συναρτήσει πάντα του σκοπού που υπηρετούν), το «Ο Αγαπημένος Σου Βίνσεντ» λειτουργεί ικανοποιητικά ως μια ιδιαίτερη πρόταση κινηματογραφικής βιογραφίας πάνω στην τραγική ιστορία ενός αφάνταστα προικισμένου καλλιτέχνη που πέθανε άσημος και παραγνωρισμένος από τους σύγχρονούς του. Ως προς αυτό τον τομέα, έχει πράγματι ενδιαφέρουσες ψηφίδες να προσθέσει σε ανάλογα φιλμικά πορτρέτα σαν τα «Vincent & Theo» του Ρόμπερτ Άλτμαν και «Van Gogh» του Μορίς Πιαλά, υπερασπιζόμενο μάλιστα την κατασκευαστική του ιδιαιτερότητα όντας το πρώτο μεγάλου μήκους φιλμ που ζωγραφίζεται εξ ολοκλήρου στο χέρι με την τεχνική της ελαιογραφίας. Αναφορικά όμως με την επιμονή να υποδυθεί το φιλμ μυστηρίου, η ταινία δεν διαθέτει κανέναν άσσο στο μανίκι ως προς τον τομέα αυτό, από τη στιγμή που ακολουθεί πιστά πρόσωπα και καταστάσεις των τελευταίων εβδομάδων της ζωής του Βαν Γκογκ και δεν επιφυλάσσει κάποια συγκλονιστική ανατροπή στα όσα ήδη ξέραμε (ή εξακολουθούμε να αναρωτιόμαστε) γύρω από το θάνατό του.
Εκείνο που καταφέρνει ωστόσο, μέσα ακόμα και από αυτό το όχι και τόσο πετυχημένο φλερτ με το συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος, είναι να αναδείξει αντανακλάσεις από τον μοναδικό και ιδιαίτερα ευαίσθητο εσωτερικό κόσμο του Βίνσεντ Βαν Γκογκ, βρίσκοντας μάλιστα τον πλέον ταιριαστό μουσικό επίλογο για κατακλείδα: το υπέροχο «Vincent», το τραγούδι που έγραψε το ’71 ο Ντον Μακλίν ως τρυφερό φόρο τιμής στον σπουδαίο αυτό ζωγράφο.