Ο Γουίλι, ο αλκολικός και σεξομανής απατεώνας- Άγιος Βασίλης, που βρομίζει μονίμως το κουστούμι του με ό,τι είδους σωματικά υγρά μπορείς να φανταστείς, που μη μπορώντας καλά καλά να στηριχτεί στα πόδια του εκμυστηρεύεται στους μικρούς του “φίλους” πράγματα που ποτέ κανένα παιδί δεν θα έπρεπε να ακούσει, αυτός ο ντροπιαστικός χριστουγεννιάτικος αντιήρωας που ωστόσο μισείς να αγαπάς, βρίσκει ξανά το δρόμο προς τις αίθουσες, σχεδόν δεκατρία χρόνια μετά την ανέλπιστη εμπορική επιτυχία της πρώτης ασεβούς, και όπως αποδείχθηκε καθόλου εορταστικής ταινίας του σκηνοθέτη Τέρι Ζουίγκοφ με τίτλο «Bad Santa» (ευφάνταστα μεταφρασμένο στα ελληνικά ως «Ο Αϊ Βασίλης είναι… Λέρα»). Το νέο σίκουελ του Μαρκ (βλέπε «Mean Girls») Γουότερς όμως, μοιάζει να γεννήθηκε από την επιτακτική ανάγκη να επανέλθει στο προσκήνιο ένα κινηματογραφικό μοτίβο δίχως κυριολεκτικά κανένα σχέδιο, χρησιμοποιώντας κακόγουστες παραλλαγές μιας έξυπνης και αυθάδους δημιουργίας που είχε μείνει ξεχασμένη σε κάποιο συρτάρι, και μάλλον εκεί θα έπρεπε να παραμείνει.
Η ταινία εξ αρχής δείχνει ότι παίζει το ίδιο βιολί, με τη δράση να μεταφέρεται από τα λαμπερά χριστουγεννιάτικα πολυκαταστήματα σε επιβλητικά κτίρια φιλανθρωπικών οργανώσεων, καθώς ο αδιόρθωτος πρωταγωνιστής (Μπίλι Μπομπ Θόρτον), ο διαρκώς εκνευρισμένος βοηθός του -και μόνιμη πηγή άσπλαχνων και προσβλητικών αστείων- Μάρκους (Τόνι Κοξ) και ένα πρόσωπο-έκπληξη από το σκοτεινό παρελθόν, θα αποπειραθούν να ληστέψουν το χρηματοκιβώτιο ενός συλλόγου που διοργανώνει εορταστικές αγαθοεργίες στο Σικάγο. Ο σκηνοθέτης προσπαθεί διαρκώς να αναπαράγει μια ιδιαίτερα αποδοτική κωμική συνταγή βασισμένος στους ίδιους στερεοτυπικούς ρόλους, με τους νέους χαρακτήρες να παίρνουν με συνοπτικές διαδικασίες τη θέση των προηγούμενων. Τίποτε όμως δεν μπορεί να θυμίσει τη βρόμικη γοητεία που σχεδόν ανέδιδε το πρώτο φιλμ. Ακόμη και η βωμολοχία δείχνει να έχει χάσει το νόημά της, αφού τα εξευτελιστικά επεισόδια της άκρως προσχηματικής πλοκής μοιάζουν να θαυμάζουν νοσταλγικά το πόσο μακριά μπορούσε να το πάει ο κινηματογραφικός προκάτοχός τους, χρησιμοποιώντας μονάχα ένα βασικό κωμικό θέμα.
Πολύ δύσκολα μπορεί να βρει κάνεις κάτι αυθεντικά ξεκαρδιστικό, αφού ούτε ο προκλητικά αφελής χαρακτήρας του (πρώην) μικρού Θέρμαν Μέρμαν (Μπρετ Κέλλι) μπορεί να προσδώσει την παραμικρή ζωντάνια σε κάτι τόσο ανιαρό και προβλέψιμο, που θέλει όχι απλά να μιμηθεί το φιλμικό παρελθόν του, αλλά να το αντιγράψει κιόλας. Μόνο ίσως η καλλιτεχνική επιλογή της Κάθι Μπέιτς ως μητέρας του Γουίλι να μπορούσε να σωθεί από την κατά τα άλλα αδιάφορα άνοστη εξέλιξη ενός εμφανώς μπαλωμένου σεναρίου. Όσο για τον Θόρτον, η επιστροφή του σε αυτήν την τελικά αχρείαστη συνέχεια της κατάμαυρης κωμωδίας του 2003, φαίνεται να αφήνει αδιάφορο πρωτίστως τον ίδιο, αφού το άδειο και ανόρεχτο βλέμμα του καθώς σέρνεται από σκηνή σε σκηνή, μοιάζει μάλλον να μην οφείλεται σε κάποια ερμηνευτική έμπνευση.
Απεικονίζοντας ένα συνονθύλευμα από κουραστικά αστειάκια, πλαισιωμένο από άτεχνες ατάκες, που όποτε αυτές εμφανίζονται αφήνουν την εντύπωση ότι προσπαθούν να σε ξυπνήσουν από το λήθαργο που συστηματικά σε οδηγεί η σεναριακή του ρουτίνα, το «Bad Santa 2» χαρακτηρίζεται ως ένα τρομερά απογοητευτικό φιλμ, αποτελώντας ταυτόχρονα τον ορισμό της συμβατικής χολιγουντιανής βερσιόν ενός (σχετικά) εναλλακτικού και ανατρεπτικού Christmas movie. Βλέποντας πάντως το 2016 σιγά σιγά να αποχωρεί κουτσαίνοντας και αναλογιζόμενος όλα αυτά που έχουν συμβεί σε μία χρονιά που διεκδικεί επάξια τον τίτλο μιας εκ των χειρότερων που έχουν περάσει τελευταία, συλλογίζεσαι μήπως τελικά αυτή πρέπει να είναι και η χριστουγεννιάτικη ταινία που της αξίζει. Δυστυχώς, αποδεικνύεται για πολλοστή φορά ότι με παλιά (ή ακόμη και ληγμένα) υλικά και χωρίς συνταγή, φαγητό δεν μπορείς να φτιάξεις.