Αληθινό εκδοτικό φαινόμενο, με βιβλία που ξεπερνούν πλέον τα 36 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως και μεταφράζονται σε περισσότερες από 50 χώρες, ο γεννημένος στο Όσλο Τζο Νέσμπο (ή Γιού Νέσμπε, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς ως προς την προφορά) κατόρθωσε να αναγορευτεί τα τελευταία χρόνια στον σημαντικότερο εκπρόσωπο της νορβηγικής αστυνομικής λογοτεχνίας, χάρη σε μια σειρά μυθιστορημάτων μυστηρίου τα οποία έχουν ως ήρωα έναν επιδέξιο όσο και αυτοκαταστροφικό επιθεωρητή ονόματι Χάρι Χόλε.
Η πρώτη φορά που οι πυκνογραμμένες σελίδες του Νέσμπε φιλοξένησαν τον Χόλε ήταν πριν είκοσι χρόνια, με το βιβλίο «Νυχτερίδα» το οποίο γνώρισε αυτομάτως επιτυχία και τιμήθηκε στη χώρα του με το βραβείο Καλύτερου Αστυνομικού Μυθιστορήματος. Δέκα χρόνια μετά, ωστόσο, και χάρη στον «Χιονάνθρωπο», το έβδομο βιβλίο της σειράς, τόσο ο συγγραφέας όσο και ο λακωνικός ήρωάς του συνάντησαν παγκόσμια απήχηση μέσα από μια ευανάγνωστη ιστορία η οποία συνδύαζε στοιχεία τρόμου με την αναζήτηση για έναν serial killer ο οποίος σκοτώνει γυναίκες στην καρδιά του νορβηγικού χειμώνα.
O κινηματογραφικός «Χιονάνθρωπος» ζητά από τον θεατή να τον παρακολουθήσει όπως θα ξεφύλλιζε ένα πολυτελές εικονογραφημένο βιβλίο. Το μόνο που έχει να προσφέρει είναι ωραίες εικόνες.
Ο χειμώνας γίνεται και ο πανταχού παρών πρωταγωνιστής στην φροντισμένη και φωτογενή ταινία του Τόμας Άλφρεντσον, άλλοτε παρατηρώντας σιωπηλά, πότε συμπληρώνοντας και ενίοτε επεμβαίνοντας καταλυτικά στα όσα συμβαίνουν. Ένα θαύμα σχεδιασμού παραγωγής μετατρέπει με τη σειρά του κάθε γωνιά του Όσλο, κάθε εσωτερικό ντεκόρ και κάθε φυσικό τοπίο σε θεαματικό tableau vivant, με τον σκηνοθέτη Τόμας Άλφρεντσον και τον διευθυντή φωτογραφίας Ντιόν Μπίμπι (πρώην συνεργάτη του Μάικλ Μαν και της Τζέιν Κάμπιον και βραβευμένο με Όσκαρ για τη δουλειά του στις «Αναμνήσεις μιας Γκέισας») να έχουν συνηγορήσει ώστε να παραδίδουν το ένα καλαίσθητο πλάνο μετά τα άλλο, σε σημείο που ακόμη και μια φαινομενικά ασήμαντη σκηνή (όπως το να απολαμβάνει κάποιος ένα φλιτζάνι καφέ) να είναι φιλμαρισμένη σαν να αποτελεί κάποιο γεγονός.
Δεν χρειαζόταν κανείς τον «Χιονάνθρωπο», βέβαια, για να κατανοήσει ότι ο σκηνοθέτης του «Και ο Κλήρος Έπεσε στον Σμάιλι» είναι ένας πραγματικός μαέστρος του στυλιζαρισμένου κάδρου, ένας γνήσιος τελειομανής ο οποίος πρέπει να επενδύει άφθονο χρόνο προκειμένου να ρυθμίζει έως και την τελευταία λεπτομέρεια στη σχολαστική γεωμετρία των εικόνων του. Θα βοηθούσε, εντούτοις, αν ο Άλφρεντσον δεν υπερσκηνοθετούσε αυτή τη φορά τα πάντα κι αν, αντί να πασχίζει τόσο πολύ, είχε στη διάθεσή του ένα λιγότερο προβληματικό σενάριο.
Εις μάτην, όμως. Παρά την παρουσία τριών σεναριογράφων, με πρώτης τάξεως credits ο καθένας στο όνομά του, μια αγωνιώδης ιστορία αναπτύσσεται χωρίς ιδιαίτερο σασπένς. Ήρωες κανονικοί δεν υπάρχουν, μόνο αφηγηματικές σημάνσεις οι οποίες επιστρατεύτηκαν προκειμένου να βοηθούν τη δράση να ελίσσεται γοργά και χωρίς πολλές ερωτήσεις. Δευτερεύοντες χαρακτήρες περιφέρονται άσκοπα και δίχως την παραμικρή χρηστικότητα (με αποκορύφωμα την κωμικοτραγική εμφάνιση του Βαλ Κίλμερ). Κανένας από τους ηθοποιούς δεν κατορθώνει να παραδώσει στο φιλμ μια πιστευτή ή έστω ολοκληρωμένη ερμηνεία, ακόμη και ο Μάικλ Φασμπέντερ ο οποίος καταλήγει μονότονος επειδή έκρινε σωστό να υποδύεται τα πάντα σφιγμένος. Ακόμη και η τελική έκβαση του μυστηρίου οδηγείται στην κορύφωσή της μηχανικά και σχεδόν υπνωτισμένα: Το φινάλε μοιάζει να ξεψυχά μπροστά στα μάτια του κοινού άμα τη εμφανίσει του.
Ολόκληρη η ταινία δίνει, επιπλέον, την εντύπωση ότι έχει υποστεί επεμβάσεις στο μοντάζ οι οποίες αλλοίωσαν τον ρυθμό της κόντρα στις προσπάθειες του Άλφρεντσον που ναι μεν εκτελεί με ψυχρό επαγγελματισμό και δουλεύει αποκλειστικά στην επιφάνεια, όμως μοχθεί ώστε να μην υπάρξει ψεγάδι. Με αυτό τον τρόπο, ωστόσο, ο κινηματογραφικός «Χιονάνθρωπος» ζητά από τον θεατή να τον παρακολουθήσει όπως θα ξεφύλλιζε ένα πολυτελές εικονογραφημένο βιβλίο, από αυτά που στέκουν διακοσμητικά τοποθετημένα σε κάποιο ακριβό τραπεζάκι του σαλονιού. Το μόνο που έχει να προσφέρει είναι ωραίες εικόνες. Από πότε, όμως, μια αλληλουχία ωραίων εικόνων είναι αρκετή;