Το χέρι μου στο Ευαγγέλιο – ή στις ταινίες του Μελβίλ, το ίδιο κάνει – είναι κάποιες ταινίες που τρέμεις να γράψεις γι’ αυτές. Τι να γράψεις, πώς να το πεις οικονομικά, πώς να τα πεις έντιμα απέναντί τους, που να σταθείς, τι ν΄αφήσεις έξω. Πώς να τα γράψεις καλά. «Ο Δολοφόνος με το Αγγελικό Πρόσωπο» είναι μια απ’ αυτές. Γι’ αυτό, αναγνώστη (και Μελβίλ όπου και να ‘σαι) επιείκεια.
Για τούτο αποφασίζω να αφήσω έξω τη τεράστια επίδρασή του στο σινεμά πάμπολλων σπουδαίων σκηνοθετών. Θα το βρεις αλλού. Θα αφήσω έξω και το γιατί ενώ το κοινό της εποχής του συνέρρευσε στις αίθουσες – όλες οι ταινίες του Μελβίλ, τότε, έβρισκαν μεγάλο κοινό – σήμερα θα σκοντάψεις στο πλήθος εκείνων που απλά βλέπουν άλλη μια από τις αιτιάσεις αγεφύρωτης απόστασης κοινού και κριτικής. Είναι μια άλλη κουβέντα αυτή, για άλλη περίσταση. Θα μείνω στο γιατί, για κάποιους εξ ημών, αυτή η ταινία ανήκει στις απάτητες κορυφές μιας, τελικά ολιγομελούς, οροσειράς έργων που τιμούν και οριοθετούν το σινεμά.
Από το, γραμμένο από τον ίδιο τον Μελβίλ, ρητό της ταινίας, ξέρεις ποια είναι η περιοχή της ιστορίας. «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη μοναχικότητα από αυτήν ενός Σαμουράι. Εκτός από αυτήν μιας τίγρης στη ζούγκλα, ίσως.» Από το αρχικό πλάνο των τίτλων, ο ασκητισμός, η ανθρώπινη σιωπή, η απουσία ενός παρόντος ανθρώπου. Το ξέρεις απ’ τον καπνό του τσιγάρου. Και το μηχανικό τιτίβισμα ενός πουλιού σε κλουβί. Αντιδιαστολή και σύμβολο που θα διαπερνά, εξακολουθητικά, το φιλμ.
Ο Σαμουράι είναι μια απόλυτη, τελική, άσκηση πάνω στη μοναχικότητα. Είναι μια ταινία πλήρους σύμπνοιας μορφής και περιεχομένου. Όμως αυτό δεν περιγράφει επαρκώς ένα έργο που στην ουσιαστική απουσία διαλόγων του κατορθώνει να μεταφέρεται αργά-αργά, μελετημένα, σκόπιμα, τρομακτικά σκόπιμα προς κάτι απώτερο. Που είναι η σπονδή του Μελβίλ στο αγαπημένο του πεπρωμένο. Στην τελευταία του ταινία προτού αφεθεί, σαν Σαμουράι κι αυτός, σ’ ένα σύμπαν που χαρακτηρίζεται από την καταδικαστικά απ-άνθρωπη ροή των γεγονότων – που θα συμβαίνουν ερήμην σου είτε το θες, αντέχεις ή όχι – ο Μελβίλ αποθέτει σε μας την πιο αισιόδοξη ταινία που κάποιος σαν αυτόν θα μπορούσε να εκπονήσει.
Η αισιοδοξία του «Σαμουράι», λέξη ομολογουμένως παράξενη για μια ταινία τόσο εκπληκτικά σκυθρωπή, παγωμένη και απ-αίσια, έγκειται στο ότι για τελευταία φορά έχει στο κέντρο της έναν άνθρωπο που αποφασίζει το πεπρωμένο του. Κάθε προγραμματισμένη του κίνηση, κάθε ωρολογιακός χτύπος της καθημερινότητάς του, ολάκερη η ρυθμολογία μιας ύπαρξης εστιασμένης με το ρομποτικό μοιρογνωμόνιο πάνω στην κάθε επόμενη πράξη του, θα μεταφερθούν στην ολότητά τους επί μιας εντελώς άλλης βάσης. Ο δολοφόνος των άλλων θα πρέπει να γίνει ο δολοφόνος του εαυτού του.
Αυτό που για οποιαδήποτε άλλη ταινία θα αποκτούσε το ασήκωτο βάρος μιας επιτήδευσης, ενός πλουμίσματος προς άγραν συναισθημάτων μιας λογικής κινηματογραφικής συμπάθειας και εκμαίευσης τής, για πολλούς σκηνοθέτες, επιθυμητής ταύτισης, στον Σαμουράι του Μελβίλ, με άφθαρτο σεβασμό του χαρακτήρα της δημιουργίας του, θα παραμείνει συγκλονιστικά αταλάντευτο. Η τελεολογία, οι σκοποί ενός «ήρωα» όπως μας συστήνεται, θα πάρουν μια τρομερή, αν την αναλογιστείς, στροφή 180 μοιρών, προς τα μέσα, προς την ίδια του τη ζωή.
Στο φινάλε, με την ζωή εξελισσόμενη όπως πάντα, ένας άνθρωπος και οι πανταχού παρούσες επιλογές του, θα γυρίσουν προμελετημένα προς τον ίδιο. Δίχως την ελάχιστη τυμπανοκρουσία, το παραμικρό κυμάτισμα. Κάποιοι θα έχουν σκεφθεί πόσο τρομερό είναι να χάνεται μια ζωή κι όλο της το περιεχόμενο, έτσι απλά, από τη μια στιγμή στην άλλη, δίχως μια νεκρολογία, δίχως ένα τραγούδισμα συνανθρώπου. Ο Μελβίλ έφτιαξε μια ταινία ακριβώς γι’ αυτό. Για να αποθέσει σε μας τον θρήνο. Γιατί, μια φορά, αυτός ξεκαθάρισε τη θέση του – για τον ίδιο και τον ήρωά του: Το τραγούδι αυτό δεν υπάρχει.
Παρά μόνο στην αυστηρώς ιδιωτική επιλογή ολοκληρωτικής απόφασης του τρόπου και του χρόνου της προσωπικής του εξόδου.