Το follow-up του Τζεφ Νίκολς μετά το «Καταφύγιο» είχε όλους τους καλούς λόγους για να γίνει αληθινά μεγάλη ταινία. Εκκινούσε από ένα πανίσχυρο premise, έμοιαζε συγγενής υφολογικά με την προηγούμενη ταινία του 37χρονου Αμερικανού, η οποία ελισσόταν δεξιοτεχνικά ανάμεσα στα είδη της επιστημονικής φαντασίας, του φιλμ μυστηρίου, του οικογενειακού δράματος και του ψυχολογικού θρίλερ, διέθετε και πάλι τον χαρισματικό Μάικλ Σάνον στον πρωταγωνιστικό και γενικότερα όλος ο πρότερος φιλμικός βίος του Νίκολς (βλ. «Mud») ήταν κάτι παραπάνω από έντιμος, έχοντας κερδίσει την προσοχή κορυφαίων φεστιβάλ, το σεβασμό κριτικής και κοινού και φυσικά ουκ ολίγα βραβεία.
Το «Midnight Special» (σε παραγωγή Χρήστου Κωνσταντακόπουλου) ξετυλίγει μια ιστορία Καρπεντερικών αποχρώσεων (βλ. το «Starman» του 1984) που – θεωρητικά πάντα – προδιαθέτει για μία ανάλογη με το «Καταφύγιο» ανατρεπτική πρόσμιξη ειδών. Η υπόθεση επικεντρώνεται στο πρόσωπο ενός χαρισματικού 8χρονου (ο Τζέιντεν Λίμπερερ στο ρόλο), τον οποίο φυγαδεύει ο πατέρας του (Σάνον) παρέα με έναν πρώην αστυνομικό (Τζόελ Έτζερτον) προς ένα προορισμό (και κατ' επέκταση πεπρωμένο) αβέβαιο.
Στο κατόπι τους βρίσκονται τα μέλη μιας θρησκευτικής αίρεσης που βλέπουν το παιδί ως μεσσία και σωτήρα της επερχόμενης Αποκάλυψης, το FBI που επίσημα τουλάχιστον αντιμετωπίζει την υπόθεση ως απαγωγή, και φυσικά διάφοροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι που παρακολουθούν με ζέση την υπόθεση.
«Το πρώτο πράγμα που θα περίμενε κανείς από το «Midnight Special» ήταν μία αν μη τι άλλο εξίσου οριακή με το «Καταφύγιο» σε ανάγνωση ταινία, εντέχνως παραδομένη στην υποκειμενικότητα του κοινού και τέτοια που να εκμεταλλεύεται κάθε σπιθαμή των αρχικών σεναριακών υποσχέσεων.»
Με βάση πάντα την περίτεχνα μεταιχμιακή προσέγγιση που θαρραλέα επεφύλασσε ο Νίκολς καθ' όλη τη διάρκεια του «Καταφύγιου», κυρίως σε ό,τι αφορά το υπόβαθρο του κεντρικού χαρακτήρα και το μυστήριο πίσω απ' τα οράματα που τον βασάνιζαν, το πρώτο πράγμα που θα περίμενε κανείς από το «Midnight Special» ήταν μία αν μη τι άλλο εξίσου οριακή σε ανάγνωση ταινία, εντέχνως παραδομένη στην υποκειμενικότητα του κοινού και τέτοια που να εκμεταλλεύεται κάθε σπιθαμή των αρχικών σεναριακών υποσχέσεων. Με πρώτο και κύριο την εναπόθεση ενός μεσσιανικού βάρους αβάσταχτου στις πλάτες ενός ανήλικου από την τοπική κοινωνία που τον περιβάλλει.
Από το πρώτο ημίωρο, ωστόσο, ο Νίκολς έχει ήδη απαντήσει καταφατικά στο ερώτημα αν όντως ο μικρός Άλτον διαθέτει τις δυνάμεις που του αποδίδονται. Και από εκείνο το σημείο κι έπειτα, οι χαρακτήρες ξεγυμνώνονται βίαια από το γοητευτικότατο πέπλο μυστηρίου που τους περιέβαλε και το φιλμ κανονικοποιείται στη λογική μιας τυπικής ταινίας είδους η οποία μένει να ξεχωρίσει από τους καλούς πρωταγωνιστές της (Σάνον, Έτζερτον και η Κίρστεν Ντανστ στο ρόλο της μητέρας του μικρού), την εξαιρετικά υποβλητική φωτογραφία (τουλάχιστον για όσο παραμένει υποφωτισμένη) και τις απλόχερες αναφορές της στο σινεμά του Κάρπεντερ και του Σπίλμπεργκ. Όμως πώς μπορεί να προσπεράσει (για να μην πούμε να συγχωρέσει) κανείς τις δομικές για το όλο οικοδόμημα αστοχίες, όπως η εγκατάλειψη της όλης υποπλοκής με την αίρεση. Γιατί, δυστυχώς, το «Midnight Special» καταλήγει – και μάλιστα γρήγορα – να την καταστήσει απλώς έναν ισχυρό αφηγηματικό βατήρα, αντί για μία πρώτης τάξεως ευκαιρία ενδοσκόπησης πάνω στους μηχανισμούς της πίστης και τα αντανακλαστικά που γεννά η υπερισχύουσα εδώ διαφορετικότητα σε μία κλειστή κοινωνία.
Παράλληλα, διάφορα επί μέρους μικρά ή μεγάλα ερωτήματα θα παραμείνουν ως το τέλος αναπάντητα, χωρίς να εξυπηρετούν κάποιο δραματουργικό σκοπό. Όσο για το μυστήριο, επαφίεται πλέον στο τι προορισμό μέλλει να έχει η περιπετειώδης διαδρομή πατέρα και γιου, η οποία εκτός από το στοιχείο της διαφυγής από τους διάφορους διώκτες αποκτά μία μεταφυσική υφή, σταθερά γοητευτική όσο να πει κανείς, συμπεριλαμβανομένης της χαριτωμένης λεπτομέρειας ο πιτσιρικάς να διαβάζει κόμικ του Σούπερμαν.
Μόνο που ακόμα και αυτός ο προορισμός, που σταδιακά προσανατολίζεται στη λογική ενός νεφελώδους πεπρωμένου, μοιάζει με ένα μεγαλόσχημο φινάλε, ακατανόητα φορτωμένο με ψηφιακά εφέ, σαν αυτό που θα περιμέναμε από έναν Σιάμαλαν, έναν σκηνοθέτη-«παιδί» δηλαδή που δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί τον ενθουσιασμό του για αγαπημένους σκηνοθέτες και ταινίες όταν βρίσκεται πίσω από την κάμερα. Σίγουρα όχι πάντως από τον Νίκολς, που έχει επιδείξει μέχρι τώρα ταινίες που απαιτούν από το κοινό τους να λάβει τη θέση του ώριμου συνομιλητή και όχι του παθητικού παρατηρητή.
Κοντολογίς, με ένα σπουδαίο υλικό στα χέρια του, ο ικανότατος κύριος Νίκολς αποφάσισε προς γενική κατάπληξη να αφήσει όλα εκείνα κελεύσματα που τον «καλούσαν» να παραδώσει μία δημιουργία που ίσως να συζητούσαμε για χρόνια, ένα φιλμ φυσική συνέχεια του «Καταφυγίου» και συνάμα έναν μοναδικό στοχασμό πάνω στο ασήκωτο μεσσιανικό βάρος και την κοινωνία που το οσμίζεται (ή μία ακρότατη κατάσταση διαφορετικότητας, αν προτιμάτε). Και ό,τι είχε τελικά να αντιπροτείνει, είναι ένα τακτοποιημένο αποτέλεσμα στη βολική λογική των ταινιών είδους, χωρίς να επιδεικνύει μάλιστα την ίδια τάξη στα επιμέρους συστατικά του.