Ο Ιδρυτής μιας Αυτοκρατορίας

Αντηχώντας στοιχεία της πολιτικής επικαιρότητας της χώρας του, ο σκηνοθέτης Τζον Λι Χάνκοκ εξιστορεί τον θρύλο μιας αυτοδημιούργητης επιτυχίας χτισμένης επάνω σε προκλητικά ψέματα, αδίστακτη εκμετάλλευση και αυτάρεσκο αμοραλισμό. I’m lovin’ it!

Elle 22 Φεβ. 17
Ο Ιδρυτής μιας Αυτοκρατορίας

Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση θα μπορούσε να στηθεί πάνω σε ένα πολύ επίκαιρο πολιτικά και κοινωνικά ερώτημα: Πώς ορίζει κανείς την επιτυχία; Έως ποιο σημείο είναι ικανός να φτάσει κάποιος, προκειμένου να αρπάξει από τα μαλλιά τη μεγάλη ευκαιρία, αυτή που παρουσιάζεται ίσως μόνο μία φορά στη ζωή; Και εν τέλει, για πιο λόγο η λέξη “αυτοδημιούργητος” αποσπά μονάχα θετικά σχόλια, αφήνοντας μια αίσθηση ότι όντως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα;

Εξετάζοντας έμμεσα την αυγή του μεταπολεμικού βιομηχανικού καπιταλισμού γεμάτου εταιρικές συγχωνεύσεις, συμβολαιογραφικές δικλείδες ασφάλειας και νομικές διατάξεις πνευματικής ιδιοκτησίας, ο σκηνοθέτης Τζον Λι Χάνκοκ («Μια Σχέση Στοργής», «Η Μαγική Ομπρέλα») αναζητά στην ιδέα της ίδρυσης της εμπορικής αυτοκρατορίας των ΜακΝτόναλντς τη ζωή και το έργο αυτού που έπεισε τους πάντες ότι ολόκληρη η Αμερική δεν γνώριζε ότι χρειαζόταν ένα φαστφουντάδικο με λαμπερές, χρυσές αψίδες, μέχρι που απέκτησε ένα (ή δύο, ή τρία) στη γωνία κάθε γειτονίας της.

Πώς στο καλό, ένας πενηνταδυάχρονος σχεδόν ξοφλημένος πλανόδιος πωλητής μηχανών για μιλκσέικ μετατρέπεται στον πιο πετυχημένο άνθρωπο του food business παγκοσμίως; Το φιλμ, ιδίως στην πρώτη πράξη του, προσεγγίζει την καθημερινότητα του Ρέι Κροκ -του μικροαστού με επίθετο που παραπέμπει σε άγριο ζώο-το 1950, με μία ήπια συμπάθεια, καθώς ο σκληρά εργαζόμενος μεσήλικας βλέπει τους ιδιοκτήτες εστιατορίων και ντράιβ ιν να του κλείνουν αδιάφορα τις πόρτες στα μούτρα, μετά τον κλασικό κονσερβοποιημένο μονόλογο που τους απευθύνεται. Δε θα συμβεί όμως το ίδιο με μια μικρή καντίνα με χάμπουργκερ του άσημου προάστιου Σαν Μπερναρντίνο της Καλιφόρνια, της οποίας οι ιδιοκτήτες (και πρωτοπόροι της βιομηχανίας του fast food) Ντικ και Μακ ΜακΝτόναλντ έχουν εφεύρει ένα καινοτόμο σύστημα αυτοματοποιημένης παραγωγής και σερβιρίσματος φαγητού χωρίς μαχαιροπίρουνα, πιάτα και πολύωρες αναμονές. Είναι ακριβώς αυτή η στιγμή που ολόκληρη η αμφισημία του φιλμ δείχνει επιδέξια συμπτυγμένη στον τίτλο του: Αφού οι δύο καλόβολοι (στα όρια του αφελούς) ιδιόκτητες ενδώσουν στα μεγαλόπνοα σχέδια του Κροκ για το στήσιμο ενός διευρυμένου φραντσάιζ εστιατορίων, το οποίο όπως διατείνεται θα διατηρεί την αυθεντική τεχνογνωσία, ποιότητα και αγάπη για το φαγητό της αρχικής επιχείρησης, συνειδητοποιείς πολύ γρήγορα στην αδυναμία μιας σαφούς και εύκολης απάντησης για το ποιος τελικά είναι ο ιδρυτής των ΜακΝτόναλντς: αυτός που πρώτα έφτιαξε το μπέργκερ, ή αυτός που ανακάλυψε πώς να το πουλάει σωστά;

Καθώς η διαδικασία της μεγαλύτερης και πιο προσοδοφόρας εταιρικής εξαγοράς στην ιστορία της Αμερικής συνυφαίνεται με την προσωπική βιογραφία του μετέπειτα ιδιοκτήτη της, Ο Μάικλ Κίτον προσφέρει μια πανέξυπνη ερμηνεία στον πρωταγωνιστικό ρόλο, απεικονίζοντας ένα υπερμέγεθες μωρό ντυμένο με τα φθαρμένα τα ρούχα του αμερικάνικου ονείρου, το οποίο απλώνει το χέρι και παίρνει ό,τι του αρέσει, περιμένοντας στη συνέχεια να δικαιολογηθεί χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα την σχεδόν θεϊκή απολυτότητα του νόμου της αγοράς. Μέσω της παντελούς ανυπαρξίας τύψεων και ηθικών ενδοιασμών (φέρνοντας οξύμωρα στο νου τους υπεραισιόδοξους ήρωες του Φρανκ Κάπρα που οτιδήποτε και να τους συμβεί αισθάνονται διαρκώς ευτυχισμένοι) μοιάζει να αποτελεί ένα ζωντανό σήμα κατατεθέν του παγκόσμιου καπιταλισμού, καταρρίπτοντας τον ένα μετά τον άλλο τους όποιους κανόνες ποιότητας, μπροστά στη μαζικότητα της απαίτησης. Ο Χάνκοκ αποτυπώνει στη συμπεριφορά του Κροκ μια μόνιμη αίσθηση του επείγοντος, αφήνοντάς σε επιδέξια να στοχάζεσαι πάνω στην έννοια της λέξης «junk food», και αποδίδει στον μακιαβελικό του ήρωα την ικανότητα να βλέπει την παγκόσμια εμπορική προοπτική, που όμως ανεγείρεται μέσω μιας αρρωστημένης επιμονής, ασυγκράτητης προσωπικής φιλοδοξίας και ανελέητα καιροσκοπικής και ναρκισσιστικής συμπεριφοράς.

Αν το καλοσκεφτείς, «Ο Ιδρυτής μιας Αυτοκρατορίας» μοιάζει σαν ένα θεματικό prequel του αιρετικού ντοκιμαντέρ του Μόργκαν Σπέρλοκ «Super Size Me», εξηγώντας με σαφήνεια γιατί τελικά φαντάζει απόλυτα φυσικό αυτό που πρόκειται να υποστεί ο σκηνοθέτης-πρωταγωνιστής της ταινίας του 2004. Η αίσθηση της ματαίωσης που γεμίζει σε στιγμές η αφήγηση (συνδυασμένη με την «διαφημιστική» γυαλάδα της κινηματογράφησης του Τζον Σβάρτσμαν), περνά ξεκάθαρα στην απέναντι όχθη, μην αγγίζοντας τον αδιαμφισβήτητο νικητή, αλλά όλους τους υπόλοιπους, τους χαμένους. Πάντως, η ξεκάθαρη ειρωνεία αυτής της άβολης, αλλά καλοστημένης και αποδοτικής biopic, έγκειται στο γεγονός ότι άπαντες οι πελάτες των ΜακΝτόναλντς απεικονίζονται σχεδόν λοβοτομημένα χαρούμενοι. Ίσως λοιπόν αυτό να είναι και το γενικό της συμπέρασμα. Ίσως πάλι -αντιστρέφοντας τους εμψυχωτικούς λόγους των δίσκων που ακούει τα βράδια ο πρωταγωνιστής- να έχουμε τελικά κατά βάθος αποδεχτεί ότι τίποτε στη ζωή δεν είναι πιο σύνηθες από τους ατάλαντους και επιτυχημένους.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT