Ο Ρόουαν Άτκινσον είναι καλύτερος, με απόσταση, κωμικός παλιάς κοπής αυτή τη στιγμή. Με την παλιά κοπή εννοούμε την χρήση του σώματος, του μορφασμού και την αντίληψη του χρονισμού στο κωμικό γκανγκ με τρόπο που, στ’ αλήθεια, μόνο ο Πίτερ Σέλλερς και ο Τζέρι Λιούις κατάφερναν τόσο συστηματικά. Η διαφορά των δύο Άγγλων (αφήνω τον Λιούις για μια άλλη συζήτηση, παρότι και εδώ είναι διαρκείς οι αναφορές) είναι πως ο Σέλλερς επέλεγε να είναι σαν απών την ώρα του αστείου, κυριολεκτικά ευρισκόμενος σε ένα άλλο σύμπαν από αυτό του έργου (κι αυτό σε φάσεις είναι εξανλητικά αστείο) ενώ ο Άτκινσον είναι διαρκώς παρών, δουλεύοντας το αστείο με τρόπο που να σου θυμίζει πως υπάρχει επίγνωση του αστείου, κάποιες φορές σχεδόν προοικονομείται ο ερχομός του.
Εδώ, ο Άτκινσον, πέραν της εντυπωσιακής του φυσικής φόρμας (θυμίζω είναι πια 63 ετών), επιλέγει πως το περιβάλλον του έργου θα είναι ακόμα πιο παλιομοδίτικο, ευθέως αναφερόμενος στον Κλουζώ του Έντουαρντς, τον ‘80ς 007 και, φυσικά, την ίδια την «αρραγή» βρετανικότητα που είναι τόσο στέρεη ώστε να αντέχει τις χιουμοριστικές επιθέσεις ενός βέρου εγγλέζου που πρεσβεύει αυτό που υποσκάπτει κωμικά.
Αν προσθέσεις στην συνταγή μια Aston Martin Vantage, κατακόκκινη κι ερεθιστική, μια Όλγκα Κουριλένκο απ’ ευθείας από το «Quantum of Solace», όχι κατακόκκινη αλλά σίγουρα ερεθιστική, μια Έμα Τόμσον που περνάει θαύμα στον ρόλο της άγρια σατιριζόμενης Τερέζα Μέι (κι η κωμική φλέβα της Τόμσον είναι γνωστή), μια ασυνήθιστα μεγάλη, για σίκουελ σειράς ήδη 15 ετών, παράθεση κωμικών γκαγκς αλλά και αποκομμένων κωμικών στιγμών που ο Άτκινσον παίζει ανάμεσα Μπιν, Μπλακάντερ και Ρότζερ Μουρ, η τελική ευφορική διάθεση (δεν μιλάμε για τα παιδιά που έχουν δεδομένη αδυναμία στον Άγγλο κωμικό, αυτά είναι κερδισμένα πριν την έναρξη) είναι τόση που μπορείς άνετα να παρακάμψεις «κινηματογραφικές» αδυναμίες όπως την κωμική χαλάρωση στην κλιμάκωση ή την, φυσιολογική, αδυναμία πλήρους ελέγχου της διάρκειας ενός αστείου.
Άλλωστε στην σωματική κωμωδία αυτού του τύπου, δεν πηγαίνεις ψυχαναγκαστικά για το αριστούργημα. Πηγαίνεις, όπως στις καλύτερες ταινίες μεγάλων σωματικών κωμικών, για την κεραυνοβόλα εμφάνιση του κωμικού (το καταλαβαίνεις γιατί…γελάς) και για την υπαρξιακή, ανακουφιστική επιβεβαίωση πως σ’ αυτόν τον άριστα οργανωμένο, σοβαρό-σοβαρό κόσμο, χωράει ακόμα η χαζομάρα, εκείνη η αταξία που νοιώθεις επιβεβλημένο να διαπράξεις για να σπάσει το ατσαλένιο προσωπείο ενός καθωσπρεπισμού.