Η 12η δημιουργία του Μελβίλ, ενός σκηνοθέτη στον οποίο χρωστούν το δικό τους σινεμά ο Τακέσι Κιτάνο, ο Τζον Γου, ο Τζιμ Τζάρμους και ο Μάικλ Μαν μεταξύ πολλών άλλων, δεν αφήνει αμφιβολία: Αν φράσεις όπως «σφιχτοδεμένη αφήγηση» και «σκηνοθεσία μεγάλης ακρίβειας» έχουν χρησιμοποιηθεί κατά κόρον και άσκοπα μέσα στα χρόνια, θαρρείς ότι επινοήθηκαν και μπήκαν σε σωστή χρήση γι' αυτήν εδώ την ταινία.
Ιστορία μιας παράτολμης ληστείας σε παρισινό κοσμηματοπωλείο, εκτελεσμένης από έναν πρώην κατάδικο (Ντελόν), έναν δραπέτη (Βολοντέ) και έναν αλκοολικό πρώην αστυνομικό (Μοντάν), ο «Κόκκινος Κύκλος» κατοικεί σε ένα μητροπολιτικό υπόκοσμο όπου λιγομίλητοι άντρες, με καμπαρντίνες και ατσαλένια βλέμματα, καπνίζουν κάτω από γκρίζους ουρανούς, περικυκλωμένοι από σκυθρωπούς δρόμους που γίνονται σιωπηλοί παρατηρητές της προδιαγεγραμμένης τους πορείας.
Ο Μελβίλ πραγματοποιεί ένα προσκύνημα στο εικονοστάσι των καταραμένων.
Στωικοί αποδέκτες της μοίρας και των παράξενων μηχανισμών της, οι ήρωες του φιλμ μοιάζουν υπεράνω νόμου και ηθικής. Όμως υπηρετούν μέχρις εσχάτων έναν ανεκδήλωτο κώδικα τιμής, και ίσως μια κρυφή επιθυμία θανάτου, που κάνει τις πράξεις τους να φαντάζουν ακόμη πιο ανώφελες, πιο τελεσίδικες στο παγερό φως της μέρας.
Ο Μελβίλ στέκει απέναντί τους ευλαβικά. Ανάγει χειρονομίες, βλέμματα και σιωπές τους στο μέγεθος σεβαστικών τοτέμ. Φιλμάρει τα πανωφόρια και τις φεντόρες τους, τα τσιγάρα στα χείλη, τις σφιγμένες γραβάτες γύρω από το λαιμό, τα περίστροφα στα χέρια, σαν η θέα τους να του προκαλεί τη μέγιστη ηδονή. Δημιουργεί μια μυθολογία του περιθωρίου, των σκληρών και μελλοθάνατων. Την ζωντανεύει τόσο μεθοδικά και με τέτοιο ζήλο και προσήλωση, ώστε μπορεί κανείς να νιώσει την υγρασία της, να μυρίσει τη νικοτίνη στην ατμόσφαιρα. Και σχηματίζοντας ένα νοητό «Κόκκινο Κύκλο» πραγματοποιεί ένα προσκύνημα στο εικονοστάσι των καταραμένων.