Ο Κυνηγός: Η Μάχη του Χειμώνα

Η δεύτερη (και κατά επιθυμία όλων, τελευταία) ταινία με ήρωα έναν πολύ μικρό και ασήμαντο χαρακτήρα ενός διασήμου παραμυθιού, αποδεικνύει ότι πολύ δύσκολα θα αναφωνήσεις “και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα” βγαίνοντας από την αίθουσα.

Elle 05 Απρ. 16
Ο Κυνηγός: Η Μάχη του Χειμώνα

Η έλλειψη καλλιτεχνικής δημιουργικότητας αλλά και η σεναριακή λειψυδρία που μαστίζει τα τελευταία χρόνια το Χόλιγουντ δεν θα μπορούσε να καταδεικνύεται με πιο εμφανή τρόπο, μέσω της συγκεκριμένης δημιουργίας. Προσπαθώντας να παρατείνει το μύθο και αναβιώνοντας στοιχεία μιας ταινίας που ίσως κάνεις δεν πολύ ήθελε και σε κανέναν δεν πολύ άρεσε, η συνέχεια του χλιαρού «Η Χιονάτη και ο Κυνηγός» του 2012, πατά πάνω στη διάθεση των στούντιο να βρουν τη νέα, όμορφη και ανεξάρτητη ηρωίδα που θα τους αποφέρει εύκολα έσοδα και πλούσιο αφηγηματικό υλικό για συνεχόμενες και εύπεπτες κινηματογραφικές παραγωγές.

Η εφηβική, τύπου «Twilight» αισθητική μοιάζει να αποτυπώνεται κι εδώ, με μοναδική διαφορά όμως ότι η πρωταγωνίστρια της προηγούμενης ταινίας είναι εκκωφαντικά απούσα. Ακόμη και ο ίδιος ο μαγικός καθρέφτης την ξεχνά, όταν του απευθύνεται το γνωστό εφαλτήριο ερώτημα του αυθεντικού παραμυθιού («ποια είναι η ομορφότερη απ’ όλες;»). Μη μπορώντας κανείς τελικά να καταλάβει ποια είναι η αναγκαιότητα αυτού του πρίκουελ-σίκουελ, ένα πολλά υποσχόμενο voice-over παραθέτει ένα απερίγραπτα ανούσιο backstory που εισάγει σε δύο βασικές ιστορίες, και οι δύο από τις οποίες στερούνται τόσο βάθους, όσο και δραματικότητας ή ακόμη και ιδιαίτερης σημασίας.

Ο σκηνοθέτης ανακατεύει και ξανά ανακατεύει την υπόθεση ξύνοντας τον πάτο, μπας και μπορέσει να βρει τελικά κάτι ενδιαφέρον να αφηγηθεί, μάταια όμως. Το σενάριο, εμφανέστατα μπαλωμένο από παντού, πελαγοδρομεί χωρίς καμιά συσχέτιση αιτίας και αποτελέσματος, αναμασώντας fantasy κλισέ και προσπαθώντας να πάρει ό,τι μπορεί από το βασικό στόρι του «Frozen» και το οπτικό στιλ της Νάρνια.

Η ιστορία αγάπης ανάμεσα σε δύο πολεμιστές του στρατού του παιδομαζώματος της βασίλισσας Φρέια (αδελφής της Ραβένα του πρώτου φιλμ) προηγείται χρονικά της προηγούμενης ταινίας, ενώ η συνέχεια και η εξέλιξή της, ακολουθώντας ένα χρονικό άλμα 7 ετών, περιλαμβάνει μια τσαπατσούλικη αποστολή επιστροφής του μαγικού καθρέφτη σε σίγουρα χέρια (με τις αναφορές να βγάζουν ματιά), άνευρες κωμικές εκτονώσεις γύρω από το πόσο άσχημες είναι οι γυναίκες νάνοι και την επανεμφάνιση της Σαρλίζ Θερόν στο ρόλο της κακιάς βασίλισσας, η οποία σπαταλά το ταλέντο της περιφερόμενη απαστράπτουσα -θυμίζοντας γνωστό διαφημιστικό σποτ- και απαγγέλλοντας βαρύγδουπες απειλές προς κάθε κατεύθυνση, σέρνοντας παράλληλα την κάθε της φράση με τη μεθοδευμένη σεξουαλικότητα που ο ρόλος της επιβάλει.

Ο Κρις Χέμσγουορθ δείχνει διακοσμητικό στοιχείο, ενώ η Τζέσικα Τσαστέιν υποδυόμενη το δεύτερο σημαντικότερο ρόλο του φιλμ, περιορίζεται σε ένα άχαρο κακέκτυπο της Κάτνις Έβερντιν μοιάζοντας συναισθηματικά ασταθής και ευάλωτη, χωρίς όμως εύλογα σεναριακά κίνητρα. Η μοναδική που θα μπορούσε να σωθεί (μαζί με την αξιοπρεπή μουσική επένδυση του Τζέιμς Νιούτον Χάουαρντ) είναι η Έμιλι Μπλάντ («Sicario, ο Εκτελεστής») η οποία μεταδίδει μια εύθραυστη αίσθηση ευαλωτότητας, όμοια με τα παγωμένα γλυπτά των εχθρών που αφήνει στο πέρασμα της.

Η πληθώρα από στολίδια στο σετ (τα κουστούμια είναι φτιαγμένα με μικροσκοπική λεπτομέρεια) δυστυχώς δεν φτάνει για να προσδώσει έστω και κάποιον χαρακτήρα σε αυτό το ασυντόνιστο, κακογραμμένο και εν τέλει απίστευτα ανιαρό φιλμ. Από την αρχή έως το φινάλε -το οποίο μάλλον απειλεί για συνέχεια του φραντσάιζ- οι σκηνές αναιρούν η μία την άλλη, οι διάλογοι δεν βγάζουν κανένα νόημα και η όποια δράση ή ρυθμός καταστρέφονται από τις τεχνικές αλλά και σκηνοθετικές επιλογές. Ίσως τελικά η Χιονάτη να εξαφανίστηκε με δική της θέληση από αυτήν την νερόβραστη και βεβιασμένη συνέχιση του δικού της παραμυθιού.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT