Λυπηρά όσο και δικαιολογημένα το σινεμά του Τζόζεφ Λόουζι δεν συζητιέται πια σήμερα.
Δικαιολογημένα, γιατί ειδικά στην ευρωπαϊκή του περίοδο και ειδικότερα στις πιο απαιτητικές του ταινίες, είναι στρυφνός, δυσπρόσιτος κι εγκεφαλικός πολύ-πολύ πέραν του mainstream αναμενομένου. Έχοντας μπολιάσει την αμερικάνικη ευθύτητα ανάγκης για πλοκή και «σωματική» εμπλοκή του θεατή, με έναν οξύτατο (αλλά γριφώδη) ευρωπαϊσμό σκηνοθετικής πνευματικότητας κι ελλειπτικού μοντάζ, το σινεμά του δεν φαίνεται να ασκεί γοητεία σε μια εποχή που δεν αρέσκεται σε τίποτα απ’ όλ’ αυτά.
Και λυπηρά όμως. Γιατί τέτοιος (κομμουνιστής, σαν τον Βισκόντι) άρχοντας δεν έχει υπάρξει στην ιστορία του σινεμά. Στις μεγάλες του στιγμές (γιατί είναι και θύμα εξαιρετικών στουντιακών σφαγιασμών στο μοντάζ και προκύπτει άνισος συχνά), τόσο φροντισμένα πλάνα, τέτοια (αποστασιοποιημένη φυσικά) αριστοκρατία στο ντεκουπάρισμα (η διαδοχή των πλάνων) και την κίνηση της μηχανής με τόση επιμέλεια στο κάδρο, σε συνάρτηση με τέτοια ενδιαφέρουσα θεματολογία, δεν συναντώνται παρά ελάχιστα.
«Ο Κύριος Κλάιν» είναι μια απ’ αυτές τις μεγάλες στιγμές. Η ιστορία ενός μεγαλοαστού γόνου, dealer έργων τέχνης, που στο Παρίσι του ’42 συγχέεται μ’ έναν συνονόματο Εβραίο αντιστασιακό που καταζητείται, δίνει στον Λόουζι το τέλειο όχημα να μιλήσει για την ταυτότητα (βασικό του μοτίβο), για μια όψη του Εβραϊσμού, για την ψυχολογική θυματοποίηση και την πληθώρα όρων που την επιφέρουν αλλά, πάνω απ’ όλα στα μάτια μου, για να στήσει έναν από τους ωραιότερους γρίφους του σινεμά: Ο Κλάιν αφήνεται στο τέλος, ενώ μπορεί να σωθεί, να φύγει μαζί με Εβραίους για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Και η ερμηνεία αυτού μένει σε μας (αν και μ’ ένα τέλειο «κλειδί» σε off αφήγηση στα ζενερίκ του τέλους) εκκινώντας μια θαυμάσια κουβέντα για το έργο και το σινεμά μαζί.
Στο κέντρο, ένας πυρηνοκίνητος Ντελόν, με την υποδειγματική αμφισημία του μανεκενίστικα ανέκφραστου προσώπου του να γεννά όγκους ερμηνειών και, περισσότερο, κοιτάσματα δι(και τρι και τετρά)φορούμενης κινηματογραφικής γοητείας.