Η σειρά του Σπίλμπεργκ να καταπιαστεί με ένα παραμύθι του Ρόαλντ Νταλ έφτασε, με το αποτέλεσμα να διαθέτει τη δημιουργική στόφα του κορυφαίου εν ενεργεία storyteller στο σινεμά, πλην όμως να ξεφεύγει σπανιότατα από το πλαίσιο μιας χορταστικής αφήγησης, προσανατολισμένης στο ανήλικο κοινό.
Στο παραγωγής Ντίσνεϊ «BFG» (συντομογραφία του Big Friendly Giant), ένα ορφανό κορίτσι, η Σόφι (Ρούμπι Μπάρνχιλ), θα γνωρίσει τον «Μεγάλο Φιλικό Γίγαντα» (εξού και BFG), τον μοναδικό καλοκάγαθο του είδους του σε μια απομακρυσμένη χώρα όπου τα επιβλητικά αυτά πλάσματα τρώνε παιδιά. Όντας απόκληρος για τους ομοίους του, ο BFG (ο Μαρκ Ράιλανς πίσω από τα ψηφιακά εφέ που ζωντανεύουν τον χαρακτήρα του) θα κάνει τα πάντα προκειμένου να προστατεύσει το κορίτσι, φέρνοντάς το σε επαφή με τον κόσμο των ονείρων τα οποία τιθασεύει, διαφυλάσσοντας τα καλά και απομακρύνοντας τους εφιάλτες από τον ύπνο των παιδιών.
Ακολουθώντας το δρόμο των Νίκολας Ρεγκ («Μάγισσες»), Τιμ Μπάρτον («Ο Τσάρλι και το Εργοστάσιο Σοκολάτας») και Γουές Άντερσον («Ο Φανταστικός Κος Φοξ»), ο Σπίλμπεργκ εμπλέκεται με τον μοναδικά ευφάνταστο κόσμο του Νταλ. Το αποτέλεσμα ωστόσο περισσότερο μπορεί να χαρακτηριστεί ως μία ταινία που διαθέτει τα ποιοτικά στάνταρ του εμβληματικού σκηνοθέτη, παρά ένα φιλμ όπου φέρει φαρδιά πλατιά την απολύτως αναγνωρίσιμη υπογραφή του. Κι αυτό γιατί στη μεγαλύτερη διάρκειά του, το «BFG» μοιάζει με κάτι που θα μπορούσε να είχε γυρίσει ο Ρόμπερτ Ζεμέκις ή ο Κρις Κολόμπους, έχοντας μάλιστα στον πρωταγωνιστικό τη Μπάρνχιλ, η οποία φέρνει αρκετά στη Μάρα Γουίλσον τον καιρό που εκείνη υποδυόταν την επίσης βγαλμένη από τον κόσμο του Νταλ, «Ματίλντα».
Κοντολογίς, το «BFG» απέχει σημαντικά από τις «Περιπέτειες του Τεντέν», εκεί όπου ο Σπίλμπεργκ είχε επιβληθεί με περισσή άνεση στο ψηφιακό περιβάλλον της ταινίας, παραδίδοντας έναν εναλλακτικό «Ιντιάνα Τζόουνς». Εν προκειμένω, το διαλογικό μέρος αποδεικνύεται επαναλαμβανόμενο και οι χαρακτήρες των εχθρικών γιγάντων συγχωνεύονται χωρίς να αναπτύσσονται ποτέ επαρκώς, τουλάχιστον ως προς το τι τους καθιστά «κακούς», ενώ το κομμάτι όπου εισέρχεται στην ιστορία η Βασίλισσα της Αγγλίας καταλήγει να είναι το πλέον κωμικά άστοχο.