Πώς προσεγγίζει κανείς μια προσωπικότητα όπως η Άλκη Ζέη; Την προσεγγίζει με νοσταλγία και τρυφερότητα επειδή όταν ήταν παιδί έτυχε να διαβάσει κάποιο από τα βιβλία της και ποτέ δεν το ξέχασε; Την προσεγγίζει με διάθεση βιογράφου, ακολουθώντας τις ανεξερεύνητες διαδρομές που την οδήγησαν να γράψει το «Καπλάνι της Βιτρίνας», τον «Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου» και αργότερα την «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα»; Την προσεγγίζει με επιθυμία ψυχογραφική, αναζητώντας τον άνθρωπο πίσω από τα βιβλία; Ή μήπως την αντιμετωπίζει γι’ αυτό που η αισίως 91χρονη λογοτέχνις πραγματικά είναι; Μια θαρραλέα ιδιοσυγκρασία, δηλαδή, η οποία βίωσε από πρώτο χέρι έναν παγκόσμιο πόλεμο, έναν εμφύλιο και μια χούντα, πολιτικοποιήθηκε σε καιρούς εξαιρετικά σκληρούς, χρειάστηκε να θυσιάσει την ευκαιρία μιας αδιατάραχτης καθημερινότητας στο όνομα των πιστεύω της, μοίρασε τη ζωή της σε διαφορετικές γωνιές του πλανήτη και έγινε διαρκής ταξιδιώτης για χάρη του άντρα που αγάπησε.
Η ευγενής σύμπραξη των δυο γυναικών μετατρέπει το φιλμ σε μια ευλαβική συλλογή αναμνήσεων και βιωμάτων και μαζί στο χρονικό μιας ολόκληρης γενιάς που κλήθηκε σε δεδομένη στιγμή να ταχθεί απέναντι στην Ιστορία, να πάρει θέση και να ανταποκριθεί στα καλέσματα και τις συνέπειές της
Η Μαργαριτα Μαντά είχε να επιλέξει ανάμεσα σε αρκετές κατευθύνσεις όταν αποφάσιζε να πλησιάσει κινηματογραφικά την Άλκη Ζέη. Με τη σεναριακή βοήθεια του γιού της συγγραφέως, Πέτρου Σεβαστίκογλου, η δημιουργός των ταινιών μυθοπλασίας «Χρυσόσκονη» (2009) και «Για Πάντα» (2014) επιστρέφει στον τομέα του ντοκιμαντέρ, όπου παλιότερα είχε διαπρέψει με το «Φύλακες του Χρόνου» (2002), και με τον «Μεγάλο Περίπατο της Άλκης» ξεμπερδεύει σχετικά γρήγορα με τις απαιτήσεις ενός στρωτού βιογραφικού για να επιδιώξει κάτι περισσότερο.
Μέσα από ένα οδοιπορικό το οποίο αλλάζει διαρκώς χρόνο, μέσα μεταφοράς και γεωγραφικούς σταθμούς (ταξιδεύοντας από την Αθήνα και τη Σάμο στη Ρώμη, τη Γαλλία, τη Μόσχα και την Τασκένδη) και καλύπτει γοργά μια περίοδο πολλών δεκαετιών, η Μαντά παρασύρεται οικειοθελώς στις μαρτυρίες μιας αξιοθαύμαστης γυναίκας η οποία μας πρωτοσυστήνεται μέσα στο σοφό γήρας της προτού επιστρέψει στην αθωότητα των παιδικών χρόνων κι από εκεί μεταβεί στην απότομη ενηλικίωσή της, διανύοντας στην ουσία μια τροχιά αυτογνωσίας γύρω από ημερομηνίες και γεγονότα που σημάδεψαν τη νεώτερη Ελλάδα.
Με την ιδιότητα του μαγευτικού αφηγητή ο οποίος ξεφυλλίζει το παρελθόν του σαν να επρόκειτο για το μεγάλο μυθιστόρημα που δεν πρόλαβε ακόμη να αποτυπώσει σε χαρτί, η Ζέη στέκει απέναντι στην κάμερα με τρόπο διαυγή και ειλικρινή. Εμπιστεύεται τη σκηνοθέτιδα τόσο ώστε να της ανοίξει παραπάνω από μια πόρτες στον ιδιωτικό της κόσμο, να της επιτρέψει άμεση πρόσβαση στον περίγυρό της. Και καθώς η Μαντά υποχωρεί διακριτικά και αφήνει χώρο στην πρωταγωνίστριά της, η ευγενής σύμπραξη των δυο γυναικών μετατρέπει το φιλμ όχι μόνο σε μια ευλαβική συλλογή αναμνήσεων και βιωμάτων αλλά και στο χρονικό μιας ολόκληρης γενιάς που κλήθηκε σε δεδομένη στιγμή να ταχθεί απέναντι στην Ιστορία, να πάρει θέση και να ανταποκριθεί στα καλέσματα και τις συνέπειές της.