Σε κάποιο λύκειο της μοντέρνας Ρωσίας, ένας μαθητής σχηματίζει μια ψυχωσική και εθιστική σχέση με τις χριστιανικές γραφές, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τη Βίβλο την οποία ερμηνεύει αυτοδίδακτα και με φονταμενταλιστική κυριολεξία. Έχοντας ιδιαίτερη συμπάθεια στο Λευϊτικό (τρίτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης) αποφασίζει να ξεκινήσει ιερό πόλεμο απέναντι σε οτιδήποτε «αμαρτωλό», από τα μπικίνι που οι συμμαθήτριές του φορούν στην σχολική πισίνα μέχρι τις επιστημονικές εκδοχές της δημιουργίας του κόσμου που διδάσκονται από την φιλελεύθερη καθηγήτρια βιολογίας, η οποία και αποτελεί κόκκινο πανί για αυτόν. Καθώς το «πνευματικό του ξύπνημα» εκτροχιάζεται σταδιακά και η αμέμπτου ηθικής ρητορική του εμπλουτίζεται με ακροδεξιές θέσεις απέναντι στο φεμινισμό, τον ιουδαϊσμό και την ομοφυλοφιλία, η στάση του σχολικού αλλά και οικογενειακού του περιβάλλοντος θα θυμίσουν ένα ανεστραμμένο «Κυνήγι» του Βίντερμπεργκ, ξεδιπλώνοντας ένα κοινωνικό και ιδεολογικό θέατρο του παραλόγου και ταυτόχρονα μια εύστοχα προειδοποιητική κινηματογραφική παραβολή.
Ο Κίριλ Σερεμπρένικοφ μοιάζοντας γοητευμένος από αιχμηρές και σοκαριστικές θεματολογίες που δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στις εκρηκτικές σχέσεις μητέρας και γιου (επιμελήθηκε σκηνοθετικά το συνταρακτικό θεατρικό έργο με τίτλο «Πλαστελίνη», το οποίο αναφερόταν στον ομαδικό βιασμό ενός εφήβου) δημιουργεί ένα εύφλεκτο και βαθμιαία εξελισσόμενο σχολικό δράμα δίχως ποτέ να δείχνει ότι θέλει να αποφύγει την ευθεία αντιπαράθεση. Αποφασίζοντας να διαδραματίσει την πλοκή στο ομοσπονδιακό εξκλάβιο της περιφέρειας του Καλίνιγκραντ στις όχθες της Βαλτικής, μιας περιοχής που από μόνη της μοιάζει αμφιταλαντευόμενη ανάμεσα σε διάφορες πολιτικές και γεωγραφικές ταυτότητες, σκιαγραφεί τη λυσσασμένη αφοσίωση του νεαρού Βένια για τη θρησκεία πλημμυρίζοντας το θεατή με απαγγελμένα από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή αυθεντικά εδάφια της Αγίας Γραφής, τα οποία υποσημειώνονται με κάθε επισημότητα και λεπτομέρεια ως αχνοί μεσότιτλοι που δείχνουν σε στιγμές να τρομάζουν με το μίσος και τη βιαιότητα που αναδύουν.
Παρότι η σκηνοθεσία φαίνεται να παίρνει ξεκάθαρη θέση στην (όχι μόνο) διαλεκτική μάχη ανάμεσα στον ντελιριακό μαθητή και την ορθολογική του νέμεση, ωστόσο, κυρίως διαμέσου του κινηματογραφικού του ύφους, καταγράφεται εύστοχα η τεράστια ιδεολογική αλλά και υπαρξιακή σύγκρουση των ηρώων της, αποτυπωμένη ως επί το πλείστον στην ατρόμητη περφόρμανς της Βικτόρια Ιζάκοβα. Καθώς το φιλμ εξελίσσεται, ο μοναδικός χαρακτήρας που φαίνεται να αντιδρά στον θεολογικό εκφοβισμό, μοιάζει και αυτός να εξαφανίζεται μέσα σε ένα λαγούμι ψυχαναγκαστικής βιβλικής μετάφρασης («είσαι σαν τους γιατρούς που λένε ότι σνιφάρουν κόκα μόνο για να δουν τι τους προκαλεί» της φωνάζει απελπισμένα ο φίλος της) και καταπιεστικά υστερικού φόβου.
Ενώ η συντηρητική διεύθυνση του λυκείου (απαρτιζόμενη μεταξύ άλλων και από έναν ανατριχιαστικά αδιάφορο κληρικό) ζητά από την εξοργισμένη βιολόγο να βάλλει λίγο νερό στο κρασί της διδάσκοντας ότι και οι νυχτερίδες μπορούν να ορίζονται ως πουλιά αφού «πετάνε στο κάτω κάτω», ο Σερεμπρένικοφ οδηγείται όλο και βαθύτερα στην εξωφρενικότητα, καταγγέλλοντας παράλληλα την παρείσφρυση της επίσημης εκκλησίας σε κάθε κοινωνικό θεσμό της χώρας του, της οποίας το εκπαιδευτικό σύστημα έχει πρόσφατα αρχίσει να υιοθετεί σκοταδιστικές και πουριτανικές πρακτικές με το πρόσχημα της ελευθερίας της θρησκευτικής διαπαιδαγώγησης. Ωστόσο, η διανοητικά απαιτητική αφήγηση κρύβει μέσα της μια βαθιά ειρωνική, ίσως και σατυρική διάθεση, αφού έως το ανοιχτό φινάλε της καταφέρνει να διατηρήσει την αμφιβολία για το εάν η σχεδόν ψυχοπαθολογική στάση του Βένια (αποδοτικά ανέκφραστη η ερμηνεία του νεαρού Πετρ Σκβόρτσοφ) είναι ειλικρινής, ή κρύβει μέσα της μια προκλητική εφηβική ψηλάφηση των ορίων της κοινωνίας.
Συνοψίζοντας, η ταινία του Σερεμπρένικοφ (της οποίας, παρεμπιπτόντως, ο αυθεντικός ρώσικος τίτλος είναι «(M)uchenik», με την σκόπιμη παρένθεση να προσδιορίζει ένα ορθογραφικό λογοπαίγνιο ανάμεσα στη λέξη μάρτυρας και μαθητής) αποδεικνύεται μια ευπρόσδεκτη σπουδή πάνω στον θρησκευτικό εξτρεμισμό, αποτελώντας ταυτόχρονα ένα σημαντικό και ώριμο βήμα μπροστά για τον σκηνοθέτη. Παρότι υπάρχουν στιγμές όπου η μεθοδευμένη θεατρικότητα ή ο πυρετώδης γλωσσικός τόνος καθιστούν ελαφρώς ανυπόφορο το παραληρηματικό χριστιανικό τζιχάντ του πρωταγωνιστή του, εντούτοις, η διανθισμένη με ευφυείς υποπλοκές σεναριακή γραμμή, όπως και η εξουθενωτικά «κυρτή» κινηματογραφία, συνθέτουν ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό φιλμικό σύνολο που αντηχώντας τη σημερινή παγκόσμια ροπή προς ακραίες πολιτικές και ιδεολογίες, προσφέρει πλούσιο υλικό για αντιπαράθεση και προβληματίζει βαθιά.